Προοδευτική Διακυβέρνηση και Δημοκρατικές Μεταρρυθμίσεις

Έχουν συμπληρωθεί επτά χρόνια από την εκδήλωση της μεγαλύτερης διεθνούς μεταπολεμικής κρίσης. Σήμερα, οι περισσότερες εκτός ευρωζώνης οικονομίες έχουν αποκαταστήσει τις απώλειες που προκάλεσε η κρίση στα εισοδήματα και την απασχόληση. Η ευρωζώνη, όμως, κινδυνεύει να βιώσει στασιμότητα και αποπληθωρισμό.

Η αδυναμία μιας συντηρητικής Ευρώπης να αντιμετωπίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά την κρίση, εξαιτίας ιδεοληψιών για τα αίτια της κρίσης, και να διευκολύνει την υλοποίηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών στις χώρες που βρέθηκαν στον επίκεντρό της, είχε ως αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να έχουν διαφορετική πορεία.

Από τις τέσσερις, λοιπόν, χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν βγει από αυτό, αφού υλοποίησαν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και πέτυχαν την ομαλή επιστροφή στις αγορές.

Αντίθετα, η κυβέρνηση Σαμαρά δεν κατάφερε να προετοιμάσει την ομαλή επιστροφή της χώρας στις αγορές, παρά το γεγονός, ότι από τον Οκτώβριο του 2009 πάρθηκαν μέτρα για να εξαλειφθεί το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων και της έλλειψης αξιοπιστίας, που στέρησε στη χώρα την πρόσβαση στις αγορές και την οδήγησε στην προσφυγή στους θεσμικούς δανειστές.

Η εξάλειψη των οικονομικών ανισορροπιών έγινε με μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αφού το ΑΕΠ σε μια εξαετία μειώθηκε κατά 25% περίπου και η ανεργία έφτασε το 27%.

Η κρίση επηρέασε βαθύτερα την Ελλάδα γιατί μετά την ένταξή της στην ΟΝΕ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόβλημα των διογκούμενων δίδυμων ελλειμμάτων, δεν προχώρησε σε καμία διαρθρωτική αλλαγή για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά.

Όμως, και μετά την εκδήλωση της κρίσης, έλειψαν οι αναγκαίες πολιτικές συναινέσεις ως προς τα αίτια του προβλήματος της χώρας και ως προς τις διαθέσιμες επιλογές -υπενθυμίζω Ζάππεια ή επικλήσεις σε παραδείγματα χωρών της Λατινικής Αμερικής ως πρότυπα για τις επιλογές της Ελλάδας- ώστε να προχωρήσει η χώρα κατά προτεραιότητα σε αυτές που θα περιόριζαν το κόστος της προσαρμογής και θα επιτάχυναν την έξοδο από την κρίση.

Η χώρα οδηγήθηκε στην κρίση γιατί οι θεσμοί δεν λειτουργούσαν σωστά και το παραγωγικό πρότυπο ήταν αναποτελεσματικό. Το μεγαλύτερο μέρος των αναγκαίων θεσμικών αλλαγών είναι ακόμη μπροστά μας. Σε μεγάλο βαθμό οι θεσμοί εξακολουθούν να λειτουργούν όπως πριν από την κρίση.

Σε πολλές περιπτώσεις, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις αποδομήθηκαν από αντιμεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, βαθύτατα συντηρητικής αν όχι συντεχνιακής αντίληψης, όπως με την κατάργηση των προβλέψεων του Νόμου για την Παιδεία. Άλλο τυπικό παράδειγμα, ο τρόπος επιλογής διοικήσεων σε φορείς του Δημοσίου.

Η κρίση ανέδειξε ακόμη περισσότερο την ανάγκη ενίσχυσης της Δημοκρατίας, η οποία απειλείται όσο υπονομεύεται η κοινωνική συνοχή και σταθερότητα. Ο ρόλος των ΜΜΕ στη διαμόρφωση απόψεων πρέπει να μας ωθήσει σε επιλογές που διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα και τον πλουραλισμό στην ενημέρωση των πολιτών.

Σήμερα, η αποδυνάμωση του παραδοσιακού δικομματισμού καθιστά αναγκαίο ένα πλαίσιο λειτουργίας κυβέρνησης και Βουλής, που θα διευκολύνει τη συγκρότηση πολυκομματικών κυβερνήσεων στη βάση προγραμματικών συμφωνιών, ακόμη και κομμάτων με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες.

Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και αλλαγές που αφορούν στη διάρκεια μιας Βουλής που προκύπτει ύστερα από πρόωρη διάλυση προηγούμενης, το εκλογικό σύστημα, τις εκλογικές περιφέρειες, τον τρόπο εκλογής βουλευτών, τα οικονομικά των κομμάτων κ.ά., προκειμένου η χώρα να διαμορφώσει ένα θεσμικό πλαίσιο που να διευκολύνει τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων.

Η Δικαιοσύνη, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει, δεν μπορεί ακόμη να συνεισφέρει στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας και την εμπέδωση αίσθησης κράτους δικαίου.

Στην οικονομία, παρά τις εκτεταμένες αλλαγές στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, δεν έχει επιτευχθεί ο αναγκαίος μετασχηματισμός ώστε να γίνει πιο εξωστρεφής και πιο παραγωγική.

Η αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης προχωρεί με αργούς ρυθμούς. Η αξιολόγηση των υπαλλήλων παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.

Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα, αν στη χώρα έχουν διασφαλιστεί οι αναγκαίες συναινέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που θα διασφαλίσουν ένα σταθερό, διαφανές, κοινωνικά δίκαιο και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο, που θα διευκολύνει την προσέλκυση των επενδύσεων. Διότι, παρά τις πολλές βελτιώσεις, το φορολογικό πλαίσιο παραμένει προβληματικό και άδικο.

Πολλές από τις παραπάνω διαπιστώσεις τις συμμερίζονται κόμματα, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους αφετηρία. Ο πρόσφατος, όμως, τεχνητός διαχωρισμός των πολιτικών δυνάμεων μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών», πέρα από την ανιστόρητη κατάργηση της διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, οδήγησε σε έναν διχασμό που εμποδίζει μια ουσιαστική δημόσια συζήτηση για τις αναγκαίες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.

Η έννοια της μεταρρύθμισης σήμερα υποχωρεί μεταξύ των πολιτών και έχει πλέον μια αρνητική σημειολογία.  Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλείο για την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι για να διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες.

Ο κίνδυνος που διατρέχουμε ως χώρα είναι, στη συνείδηση των πολιτών, οι μεταρρυθμίσεις να ταυτιστούν με επιλογές, οι οποίες δεν προάγουν τη θέση των περισσοτέρων πολιτών. Αντίθετα, διασφαλίζουν τις θέσεις και συμφέροντα μικρών ομάδων με ισχυρή εκπροσώπηση στο πολιτικό σύστημα στο όνομα άλλοτε «προοδευτικών» και άλλοτε «φιλολαϊκών», κατά βάθος όμως, μόνο συντεχνιακών πολιτικών.

Αυτό υπονομεύει τη θεμελίωση μιας πλειοψηφικής κοινωνικής συμμαχίας «δημιουργών» και «οικονομικά ασθενέστερων» που θέλει να κτίσει το ΚΙΝΗΜΑ Δημοκρατών Σοσιαλιστών. Ώστε με δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις να επιτύχουν την εκ νέου θέσμιση της πολιτείας και την ανασυγκρότηση της οικονομίας.

Αυτή είναι η πρόταση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ μας για την επόμενη ημέρα. Συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας στη βάση μιας προοδευτικής προγραμματικής συμφωνίας για την παρουσίαση ενός Ελληνικού Σχεδίου Μεταρρυθμίσεων, που θα αποτελέσει τη βάση της συζήτησης με τους Ευρωπαίους, ώστε να ληφθούν θετικές αποφάσεις για το χρέος και να διασφαλιστεί η ομαλή και οριστική έξοδος από το Πρόγραμμα.

Καλούμε τους προοδευτικούς πολίτες να ψηφίσουν το ΚΙΝΗΜΑ, για να δώσουν κοινοβουλευτική έκφραση στις δυνάμεις που θα εργαστούν για το Ελληνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων, για να ανασυγκροτηθεί η οικονομία, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα και πόροι, για να στηριχτούν οι οικονομικά ασθενέστεροι.