Για μια ελληνική σοσιαλδημοκρατία χωρίς «εμ – εμ»

Η διαρκής αβεβαιότητα σε ότι αφορά τις προοπτικές της χώρας επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις και ωθεί σε αναζήτηση νέων σταθερών. Σε αυτό το περιβάλλον πυκνώνουν οι συζητήσεις για την ανασύνταξη της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.

Η συζήτηση αυτή πρέπει να ξεκινά από το ερώτημα, αν οι κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκφράσει η σοσιαλδημοκρατία έχουν καταλήξει σε μια ενιαία αφήγηση για το πώς έφτασε η χώρα σε κατάρρευση. Έτσι μόνο, η νέα σοσιαλδημοκρατία θα μπορέσει να συντάξει μια αξιόπιστη και ρεαλιστική πρόταση εξόδου από την κρίση αλλά και ένα όραμα για την Ελλάδα μετά τα Μνημόνια.

Το θεσμικό έλλειμμα ήταν αυτό που επέτρεψε, σε μεγάλο βαθμό, τη δημιουργία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που οδήγησαν στον αναγκαστικό δανεισμό. Επομένως, η πρόταση της νέας σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που θα χτυπήσουν στη ρίζα το πελατειακό κράτος και θα βοηθήσουν στην οικοδόμηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.

Πρέπει, επίσης, να προσδιοριστεί με σαφήνεια το ποιους αφορά, γιατί δεν μπορεί να αφορά όλους. Δεν μπορεί να αφορά αυτούς που ασπάζονται το δόγμα «εμ-εμ» (εμ έτσι – εμ αλλιώς). Η συζήτηση αυτή πρέπει να αφορά όλους, όσοι:

  • πρεσβεύουν τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και του σεβασμού στο περιβάλλον,
  • πιστεύουν ότι μόνο οι αγορές δεν οδηγούν πάντα στα καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα και άρα χρειάζονται κανόνες, θεσπιζόμενοι από ένα σύγχρονο επιτελικό κράτος που θα παρακολουθεί την εφαρμογή τους,
  • ιεραρχούν σαν προέχουσα επιλογή την παραγωγή, ώστε να διασφαλισθεί η αναδιανομή,
  • έχουν απαλλαγεί από το σύνδρομο του κρατισμού αλλά ταυτόχρονα θέτουν ως πρωταρχική προτεραιότητα τη μείωση των ανισοτήτων,
  • αντιλαμβάνονται ότι η κρίση υπήρξε το αποτέλεσμα του πελατειακού κράτους και της αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της ΟΝΕ,
  • υπερασπίζονται την ανάγκη για έγκαιρες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ώστε η χώρα να διεκδικεί επάξια το δικό της μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας,
  • αντιστέκονται στις σειρήνες του λαϊκισμού αλλά αγαπούν και σέβονται ότι είναι λαϊκό.

Εξίσου σημαντική, είναι η απάντηση στο ερώτημα της ταυτότητας των δυνάμεων της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας στο πλαίσιο της ιστορικής διάκρισης Αριστερά-Δεξιά. Η διάκριση αυτή παραμένει σε ισχύ στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, με διαφορετικό όμως περιεχόμενο σε σύγκριση με το παρελθόν. Τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη – προφανώς και στην Ελλάδα, όπου την έννοια της Αριστεράς επιχείρησαν να μονοπωλήσουν κομμουνιστικά-κομμουνιστογενή κόμματα.

Όμως, η διάκριση αυτή από μόνη της, δεν αρκεί για να κατανοήσουμε τις τρέχουσες πολιτικές διεργασίες. Σήμερα, η πολιτική στάση των πολιτών προσδιορίζεται και από την θέση που έχουν έναντι του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, στο εσωτερικό της Αριστεράς μπορεί κανείς να βρει κοινωνικές δυνάμεις που εναντιώνονται στις ευρωπαϊκές διεργασίες και αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση μόνο σαν απειλή.

Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη τα εγκαταλείπουν γιατί θεωρούν ότι οι κυβερνητικές πολιτικές τους δεν τους προστάτευσαν από τους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης ή προχώρησαν σε ριζική αναθεώρηση των κοινωνικών πολιτικών τους, ή ότι υποχώρησαν στις πιέσεις της συντηρητικής Ευρώπης για μια προσαρμογή με έμφαση στη λιτότητα.

Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η στροφή στο Κέντρο, μακριά από ιδεολογικές και αξιακές αναφορές και πολιτικές, αλλά η ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας με προτάσεις που απαντούν στις προκλήσεις που συνδιαμορφώνουν η παγκοσμιοποίηση και η συμμετοχή στην ΟΝΕ. Υποχρέωση, λοιπόν, των δυνάμεων αυτών, είναι να εκπονήσουν ένα πρόγραμμα για την αποκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, ώστε ο ελληνικός καπιταλισμός να μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Έτσι, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, θα ανασυνταχθεί το κοινωνικό κράτος και θα στηριχτούν όσοι έχουν ανάγκη. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία για να κερδίσει τη νέα γενιά πρέπει να παλέψει και για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και των κανόνων που θα ισχύουν για όλους, μικρούς και μεγάλους.

Σε αυτή τη βάση μπορεί κανείς να αξιολογήσει, με ποιες πολιτικές δυνάμεις μπορεί να συνεργαστεί για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Με βάση τα δεδομένα πριν από την κρίση, η ΝΔ ήταν ο παραδοσιακός αντίπαλος και ο ΣΥΝ ο δυνητικός σύμμαχος.

Σήμερα, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και στην παραμονή στην ευρωζώνη. Βεβαίως, η Ευρώπη που οραματιζόμαστε δεν είναι η ίδια με αυτή που οραματίζεται η ΝΔ και η οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως φάνηκε από τη στάση που τήρησε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ή σε ζητήματα, όπως το προσφυγικό ή η κλιματική αλλαγή. Εμείς θέλουμε μια Ευρώπη των κανόνων, που θα στοχεύει τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη μείωση των ανισοτήτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι σε αναζήτηση ταυτότητας, καθώς οι ιδεοληπτικές προσεγγίσεις της αντιπολιτευτικής περιόδου ισοπεδώνονται μπρος στην σκληρή κυβερνητική πραγματικότητα. Το αν αποτελεί δυνητικό σύμμαχο θα εξαρτηθεί από την απόφασή του με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει και με ποιο όραμα για τη χώρα. Διαφορετικά, κινδυνεύει να μετεξελιχθεί από «ντεμέκ» Αριστερά σε «εμ – εμ» Αριστερά και να έχει την τύχη όσων η κρίση απότομα ανέβασε και κατέβασε.