Τα μέτρα θα οδηγήσουν σε παράταση της ύφεσης

Οι αποφάσεις  του Eurogroup πρέπει να αξιολογηθούν με γνώμονα τη συνεισφορά τους στην προσπάθεια για επανεκκίνηση της οικονομίας και ασφαλή επιστροφή στις αγορές.

Η επανεκκίνηση της οικονομίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους. Οι όποιες όμως σημαντικές αποφάσεις για το χρέος ληφθούν, θα εφαρμοστούν κυρίως μετά το 2018. Δυστυχώς, δεν μειώνεται ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα χαμηλότερα από το 3,5% του ΑΕΠ, ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή στην ανάπτυξη.

Αντίθετα,  τα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 5,6 δις και ιδιαίτερα η αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων σε συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας, με capital controls και υψηλή αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν σε παράταση της ύφεσης που ξεκίνησε από το 2008.

Τις υφεσιακές συνέπειες των μέτρων μπορούν να ανασχέσουν μόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα. Η κυβέρνηση όμως εξακολουθεί να είναι  επιφυλακτική ή αρνητική με τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθυστερεί ή ακυρώνει μεταρρυθμίσεις και αποποιείται την ιδιοκτησία του προγράμματος. Έτσι, μειώνει  την αξιοπιστία του και τα όποια οφέλη από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου και την πιθανή απόφαση της ΕΚΤ να καταστήσει επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα. Απόφαση, που θα οδηγήσει σε μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τον ELA, ενίσχυση της ρευστότητας και θα αυξήσει τις πιθανότητες συμμετοχής της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η παράταση της ύφεσης βλάπτει την οικονομία, δυσκολεύει την έγκαιρη και ασφαλή έξοδο της χώρας στις αγορές και αφήνει την Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα.