Ελλάδα και Οίκοι Πιστοληπτικής Αξιολόγησης: Οκτώ χρόνια μετά.

Μία δεκαετία μετά την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης, είναι πλέον αποδεκτό ότι οι αγορές απέτυχαν να διαγνώσουν έγκαιρα τους κινδύνους που εγκυμονούσε για τη διεθνή οικονομία το περιβάλλον υπερβάλλουσας ρευστότητας της δεκαετίας του 2000. Το γεγονός αυτό συνδέθηκε ευθέως με την αποτυχία των τριών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης (Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch) που ως διαμεσολαβητές πληροφόρησης δεν αποτίμησαν σωστά το ρίσκο που ήταν συνδεδεμένο με τα εταιρικά και κρατικά ομόλογα.

Πριν την κρίση οι αξιολογήσεις των οίκων ήταν πολύ επιφανειακές και αδιαφανείς και δεν υπήρχαν συγκεκριμένα κριτήρια με τα οποία αξιολογούσαν τις χώρες. Έτσι, οι οίκοι προχώρησαν πολύ αργά στις υποβαθμίσεις χωρών με μεγάλο χρέος (Βέλγιο, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία Πορτογαλία κλπ) παρά τη διαφαινόμενη ανοδική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Πιθανότατα επειδή  υπερεκτίμησαν την προστασία από χρεοκοπία που απολάμβαναν οι χώρες αυτές ως μέλη της ευρωζώνης.

Επιπρόσθετα, οι οίκοι αυτοί, με τις απότομες και μεγάλες υποβαθμίσεις στις αξιολογήσεις που πραγματοποίησαν  μετά την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης, θεωρήθηκαν υπεύθυνοι και για την επιδείνωση και διάχυση της στις χώρες της Ευρωζώνης. Ο κίνδυνος που παραγνωρίστηκε από τους οίκους ήταν ότι μια γνωμοδότηση τους μπορεί να εξελιχθεί σε  αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Διότι μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των αγορών προς μια χώρα  και να αυξήσουν τα επιτόκια με τα οποία διατίθενται να δανείσουν τη χώρα αυτή.

Στους οίκους αυτούς ασκήθηκε κριτική ότι ήταν εκτεθειμένοι σε σύγκρουση συμφερόντων και στον ηθικό κίνδυνο. Οι αξιολογήσεις γινόντουσαν μετά από αίτημα των πελατών τους (εκδότες ομολόγων) που πλήρωναν. Μετά την κρίση υπήρξε η πρόταση  για θέσπιση ενός ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης, ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να περιοριστεί η ισχυρή θέση που έχουν οι τρεις αυτοί οίκοι στις αγορές. Η συγκεκριμένη πρόταση   δεν έχει προχωρήσει ούτε έχει αυξηθεί ο ανταγωνισμός όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών (ESMA). Από την τελευταία έρευνα που δημοσιοποίησε προκύπτει ότι εξακολουθούν να ελέγχουν το 92% της αγοράς.

Οι οίκοι απάντησαν στην κριτική που τους ασκήθηκε,  καθιστώντας περισσότερο διαφανή τη διαδικασία των  αξιολογήσεων μετά το 2010. Επιπρόσθετα, τώρα στις αξιολογήσεις τους δίνουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη.

Οι αξιολογήσεις τους εξακολουθούν να επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία  χωρών που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης. Επομένως, η στόχευση της Ελλάδας για προσέλκυση επενδύσεων εξαρτάται από τις αξιολογήσεις τους. Σήμερα, τα Ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να ανήκουν στην κατηγορία των «σκουπιδιών» junk bonds.  Αυτό σημαίνει ότι η χώρα οφείλει  να αξιολογήσει σε ποιες πολιτικές πρέπει να δώσει άμεση προτεραιότητα ώστε να εξασφαλίσει αναβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης. Αυτό έχει πρόσθετη σημασία καθώς η χώρα προετοιμάζεται για την έξοδο στις αγορές.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα νέα κριτήρια αξιολόγησης που υιοθέτησαν οι οίκοι μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η συνέχιση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού προτύπου υπέρ του τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών, πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα των κυβερνητικών επιλογών. Η αξιοπιστία του οδικού χάρτη για παροχή νέων ελαφρύνσεων στο ελληνικό χρέος, ειδικά αν περιορίζει τους κινδύνους που απορρέουν από ασθενέστερο, από το αναμενόμενο, μελλοντικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, θα διευκόλυναν επίσης τις αποφάσεις τους όπως και η πολιτική σταθερότητα και η διαχρονική συνέπεια των πολιτικών.

Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για «καθαρή» έξοδο στις αγορές δείχνει να αποσκοπεί στην εξασφάλιση βαθμών ελευθερίας ώστε να ακυρωθεί ή να ανασταλεί το πρόγραμμα  μεταρρυθμίσεων για πολιτικούς  λόγους. Αυτό όμως θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση της χώρας. Θα διαμορφώσει υψηλά το κόστος δανεισμού της περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το δημοσιονομικό χώρο και τις αναπτυξιακές προοπτικές.

Οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι αξιολογήσεις των τριών οίκων  θα καθορίσουν σε καθοριστικό βαθμό αυτήν την φορά την μεταμνημονιακή πορεία της Ελλάδας. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παραγνωρίσει την πραγματικότητα αυτή για να χτίσει την πολιτική αφήγηση περί «καθαρής» εξόδου. Ούτε και οι επόμενες κυβερνήσεις αφού πολιτική σταθερότητα και διαχρονική συνέπεια των πολιτικών θα επηρεάζουν την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.