Ομιλία Φίλιππου Σαχινίδη στην παρουσίαση του βιβλίου: «Η α(υτα)πάτη των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας»

Έχω την τιμή να συμπαρουσιάζω το βιβλίο των Γιώργου Αργείτη, Νάσου Κορατζάνη, Δημήτρη Παϊταρίδη, Κώστα Πασσά και Χρίστου Πιέρρου με τον τίτλο «Η Α(υτα)πάτη των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας» των εκδόσεων Παπαζήση.   

Στόχος του βιβλίου, όπως λένε οι συγγραφείς, είναι «να αποδομήσει τον ρεαλισμό των ιδεών και των πολιτικών των Προγραμμάτων Οικονομικής Πολιτικής».

Στα πέντε κεφάλαια του αξιολογεί με πολλά στοιχεία και πολύ ενδιαφέρουσες τεχνικές ανάλυσης την αποτελεσματικότητα των Προγραμμάτων Οικονομικής Πολιτικής ως προς τους διακηρυγμένους στόχους τους.

Η μεγάλη διαφορά, ανάμεσα στα άλλα βιβλία για την κρίση που έχω στα υπόψη μου και στο σημερινό, είναι ότι το μεθοδολογικό πλαίσιο ανάγνωσης και κατανόησης της ελληνικής πραγματικότητας και κρίσης που υιοθετούν οι συγγραφείς είναι διαφορετικό από αυτό που θα αποκαλούσαμε «ορθόδοξο».

Δεν θα επιδιώξω να αμφισβητήσω την ερμηνευτική αξία του πλαισίου που χρησιμοποιούν για να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα των Προγραμμάτων Οικονομικής Πολιτικής.

Αλλά, με αφορμή, τα όσα περιλαμβάνει το βιβλίο για τα προγράμματα οικονομικής πολιτικής και τις συνέπειες τους για την οικονομία και τους πολίτες, να μιλήσω για αυτά. Όχι σε θεωρητικό πλαίσιο αλλά στο πλαίσιο που διαμορφώνει η ανάγκη λήψης αποφάσεων και άσκησης πολιτικής σε συνθήκες κρίσης.  

Επειδή είμαι ο μόνος στο πάνελ που βρέθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών στα χρόνια της κρίσης ξεκινώ ξεκαθαρίζοντας ότι υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος τα λεγόμενά μου να επηρεάζονται από την αγωνία μου να υποστηρίξω επιλογές που έγιναν στο διάστημα στο οποίο συμμετείχα ενεργά στο σχεδιασμό των οικονομικών πολιτικών. 

Σε πολλά ζητήματα που αφορούν το κόστος της κρίσης ή τη βαριά κληρονομιά της και την επίδραση της στις προοπτικές της χώρας θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του βιβλίου.

Προφανώς είμαστε εδώ και συζητάμε γιατί κάτι δεν πήγε καλά όλα αυτά τα χρόνια. 

Μετά από οκτώ χρόνια Προγραμμάτων Οικονομικής Πολιτικής ακόμα αναρωτιόμαστε αν είναι εφικτή ή ασφαλής και οριστική η έξοδος από την κρίση.

Συμφωνώ ότι, η παρούσα οικονομική κατάσταση όπως χαρακτηρίζεται από, μεταξύ άλλων: το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό και την υψηλή ανεργία και τους επιδεινωμένους κοινωνικούς δείκτες καθιστούν προβληματική την άποψη ότι η χώρα βγήκε από την κρίση τον περασμένο Αύγουστο.

Ξεκινώ λοιπόν με το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου όπου αναλύονται οι συνέπειες της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής με μια υπενθύμιση.

Ο Κέυνς στο γνωστό βιβλίο του όπου ανέδειξε το χρήσιμο και σταθεροποιητικό ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής για την πορεία της οικονομίας είχε δεξιές και αριστερές σελίδες.

Το επισημαίνω, γιατί πριν την κρίση τις δεξιές σελίδες τις παράβλεπαν πολλοί υπουργοί των οικονομικών.

Σε εποχές με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης η χώρα είχε μεγάλα διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα ενώ δεν θα έπρεπε.   

Λένε οι συγγραφείς στο πρώτο κεφάλαιο ότι «η επιλογή της δημοσιονομικής λιτότητας ως μέσου δημοσιονομικής προσαρμογής λειτούργησε ως μηχανισμός μετασχηματισμού της κρίσης δημοσίου χρέους σε κρίση φερεγγυότητας και βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο της

Υποστηρίζω ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το παραγωγικό πρότυπο της χώρας ήταν υπό κατάρρευση και έγινε εμφανές όταν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε το 2007 στο 14,5% του ΑΕΠ.

Ουδείς όμως στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη ασχολήθηκε σοβαρά το 2007-2008 με το τι σηματοδοτεί και πως αντιμετωπίζεται μια τόσο μεγάλη ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από μια χώρα που δεν έχει εθνικό νόμισμα. Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό στη συνέχεια.

Η Ελλάδα ακολουθούσε σίγουρα λάθος οικονομική πολιτική πριν την κρίση. 

Όταν όμως αυτή ξέσπασε, η Ευρώπη στην αρχή διάβασε λανθασμένα τα αίτια της ελληνικής κρίσης.

Σε αυτό δεν ήταν μόνοι τους. Γιατί στην Ελλάδα μετά από μια δεκαετία δεν έχουμε συμφωνήσει όλοι ως προς το ζήτημα αυτό. 

Όταν λοιπόν συμφώνησαν να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός στήριξης της ελληνικής οικονομίας πήραν δυο κρίσιμες, αλλά καθοριστικές για την έκβαση της δημοσιονομικής προσαρμογής, αποφάσεις:

Α) Ότι θα δώσουν μόνο 110 δις στην Ελλάδα και

Β) Ότι δεν θα γίνει αναδιάρθρωση του χρέους.

Αυτές οι δυο αποφάσεις σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικών συναινέσεων στο εσωτερικό και τη συνεπακόλουθη κοινωνική και πολιτική αστάθεια, επηρέασαν την ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής, το μέγεθος της και τις συνέπειές της στο ΑΕΠ.

Το πρώτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής έθετε ως στόχο τη μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ σε 5 χρόνια.

Αν η μείωση αυτή έπρεπε με βάση τη λογική της ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής να γίνει σε 7-8 χρόνια τότε χρειαζόταν πρόγραμμα πάνω από 140 δις.

Αυτό όμως ήταν αδιανόητο το 2010 για τους Ευρωπαίους οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν τότε πάνω από 110 δις.

Αλήθεια τι θα έκανε ένας ετερόδοξος οικονομολόγος αν ήταν στη θέση του Υπουργού Οικονομικών και έπρεπε να καταρτίσει τον προϋπολογισμό του 2010;

Βλέποντας τι κάνουν ετερόδοξοι Υπουργοί Οικονομικών από το 2015 και μετά  δεν βρίσκω διαφορές παρά μόνο στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής και μάλιστα σε περίοδο πρωτογενών πλεονασμάτων και όχι ελλειμμάτων.

Ένας Υπουργός Οικονομικών με ετερόδοξη οικονομική σκέψη μια περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος το 2010 μέσω του ΠΔΕ θα τη θεωρούσε ως μια θεμιτή εναλλακτική πολιτική αντί για την πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων;

Αν ναι, πως θα χρηματοδοτούσε το έλλειμμα;

Θα πήγαινε στις αγορές που τότε έκλειναν;

Και αν δεν έβρισκε επιτρεπτά επιτόκια, σε μια περίοδο που δεν υπήρχε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης, τι θα έκανε;

Θα οδηγούσε τη χώρα στην χρεωκοπία;

Γιατί τη λογική «εκβιάζουμε να μας διαγράψουν το χρέος με την απειλή της ρήξης» τη ζήσαμε το πρώτο εξάμηνο του 2015 με τον πρώτο, κατά δήλωσή του, ετερόδοξου Υπουργού Οικονομικών με τις γνωστές συνέπειες που τις πληρώνουμε ακόμη.

Επομένως, το ερώτημα δεν είναι αν το 2010 έπρεπε να μειωθεί το έλλειμμα ή όχι.

Ούτε αν ορθά ή όχι επιλέχτηκε να μειωθεί το έλλειμμα σε 5 χρόνια.

Αλλά αν ήταν εφικτό να εξασφαλιστούν πρόσθετα κεφάλαια για να παραταθεί η διάρκεια της προσαρμογής πέρα από το 2014.

Και η απάντηση, όπως προανέφερα, είναι πως όχι.

Περνάω σε ένα δεύτερο ζήτημα. Έπρεπε να επιδιώξουμε μείωση του ελλείμματος την πρώτη χρονιά κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες και μάλιστα όταν ξέραμε ότι ήμασταν σε ύφεση;

Αν με ρωτάτε εκ των υστέρων η απάντηση μου είναι πως όχι.

Να ξεκαθαρίσω όμως ότι το 2010-2011 ποτέ δεν είχαμε την αυταπάτη των οπαδών των «Ζαππείων» που ισχυρίζονταν ότι θα μείωναν χωρίς οικονομικό και κοινωνικό κόστος τα ελλείμματα σε ενάμιση χρόνο.

Επίσης να θυμίσω ότι το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών μέτρων για το 2010 είχε ληφθεί πριν ακόμη υπογραφεί το πρώτο Πρόγραμμα γιατί διαφορετικά δεν θα μας το έδιναν οι Ευρωπαίοι. 

Θα συμφωνήσω με τους συγγραφείς ότι η οικονομία διέψευσε όσους υιοθετούσαν την άποψη ότι η λιτότητα τροφοδοτεί την ανάπτυξη. Μία υπερσυντηρητική άποψη που ασπάζονται πολλοί νεοφιλελεύθεροι και όχι μόνο οικονομολόγοι.

Αλλά η ελληνική οικονομία ήδη πριν την κρίση δεν λειτουργούσε ούτε σύμφωνα με τις κεϋνσιανές προβλέψεις.

Μεταξύ 2007-2009 η χώρα πέρασε από την ανάπτυξη στην ύφεση παρά την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που οδήγησε το έλλειμμα από το 7% το 2007 στο 15,1% το 2009.  

Σε ότι λοιπόν αφορά τις συνέπειες της λιτότητας στο ΑΕΠ, πρέπει να ειπωθεί ότι ένα μέρος της απώλειας του ΑΕΠ περίπου ένα 5% μέχρι και το 2009 δεν σχετίζεται με τα Προγράμματα Οικονομικής Πολιτικής αφού αυτά ξεκίνησαν από τον Μάιο του 2010.

Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η άνοδος του ΑΕΠ πριν την κρίση έγινε με ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό που δεν ήταν βιώσιμος άρα ούτε και η παραγόμενη από αυτόν ανάπτυξη.

Πόσο, λοιπόν, από αυτό το 20% που χάθηκε μετά το 2010, οφείλονταν στο μη βιώσιμο δανεισμό; 

Λέω λοιπόν ότι ένα σημαντικό μέρος από την απώλεια του 20% του ΑΕΠ που χάθηκε μετά την εισαγωγή των προγραμμάτων πρέπει να καταλογιστεί στην απώλεια πρόσβασης στο δανεισμό.

Μια απώλεια, που θα δρομολογούνταν αργά η γρήγορα από τα εξωτερικά ελλείμματα.

Όπως επίσης πρέπει να διερευνηθεί ποιο μέρος της απώλειας οφείλεται στην πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα που κυριαρχούσε ειδικά τη διετία 2010-2012. Η πτώση των επενδύσεων και της κατανάλωσης προφανώς συσχετίζονταν με την πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα.

Κλείνω αυτή την ενότητα συμπεραίνοντας: η  πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων όταν το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 10% του ΑΕΠ ήταν μονόδρομος για όποιον σχεδίαζε τον προϋπολογισμό του 2010. Έγινε υποχρεωτική με την απώλεια πρόσβασης στις αγορές.

Καλά θα ήταν να μην είχε αφεθεί να φτάσει εκεί ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος. Αλλά εκεί τα βρήκαμε το 2009.

Τέλος θα συμφωνήσω με τους συγγραφείς ότι η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% μέχρι το 2022 υπονομεύει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Ειδικά να λάβουμε υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους διακρατείται στο εξωτερικό.

Έρχομαι στο δεύτερο σημείο του βιβλίου που έχει μεγάλη σημασία για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.

Είναι η δουλειά που κάνουν οι συγγραφείς στα κεφάλαια 3-5, όπου διερευνούν αν τα προγράμματα οικονομικής πολιτικής πέτυχαν τον στόχο τους να μετασχηματίσουν το παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας.

Διαβάζω τα συμπεράσματα τους:

«η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δεν συνέβαλε τελικά στην τεχνολογική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος καθώς κατά τη διάρκεια της κρίσης ευνοήθηκαν κυρίως οι κλάδοι εργασίας και μη εντάσεως γνώσεων».

Έχω μια ένσταση ως προς το εξής. Η εσωτερική υποτίμηση στόχευε κυρίως  στην εξισορρόπηση του εξωτερικού ελλείμματος.

Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου υποτίθεται ότι θα ερχόταν από τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και από τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Ξεκίνησε αλλά δεν προχώρησε με την επιθυμητή ταχύτητα.

Έχω υποστηρίξει ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε η κρίση του 2008, η Ελλάδα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με την ανάγκη να διορθώσει την ανισορροπία στο εξωτερικό ισοζύγιο.

Δυστυχώς αυτό το κόστος προσαρμογής θα το επωμίζονταν -όπως και έγινε- οι χώρες με τα ελλείμματα και όχι αυτές με τα πλεονάσματα.

Γιατί τελικά η ΟΝΕ κατέληξε να λειτουργεί όπως ο Κανόνας Χρυσού που μετέφερε όλο το κόστος προσαρμογής στις ελλειμματικές χώρες.

Αν λοιπόν υποθέσουμε -είναι μεγάλη υπόθεση αυτή- ότι δεν υπήρχε το δημοσιονομικό πρόβλημα οι συγγραφείς θα έπρεπε να περιγράψουν μέσα από ποιες μη Σουμπετεριανές διαδικασίες θα άλλαζε το προβληματικό παραγωγικό πρότυπο που οδηγούσε σε τόσο ισχυρές εξωτερικές ανισορροπίες.

Διότι οι δυνάμεις της αγοράς, η απουσία διαρθρωτικών αλλαγών από τις κυβερνήσεις και η πρόσβαση σε άφθονη και φθηνή ρευστότητα μετά την ένταξη στην ΟΝΕ οδήγησαν σε αυτό το στρεβλό παραγωγικό πρότυπο.

Αν δεν μεσολαβούσε η δημοσιονομική κρίση πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα πως οι αγορές θα ενεργοποιούσαν δυνάμεις που θα μετασχημάτιζαν το πρότυπο ώστε αυτό να προσαρμοζόταν έγκαιρα -πριν διογκωθεί ιδιαίτερα το εξωτερικό ιδιωτικό χρέος- στις νέες αυξημένες απαιτήσεις και προκλήσεις που έφερνε η παγκοσμιοποίηση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των οικονομιών;

Οι συγγραφείς μας προειδοποιούν και συμφωνώ μαζί τους ότι μετά τα προγράμματα η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο εγκλωβισμού της σε μια παγίδα χαμηλής παραγωγικότητας και συνεπώς μη διατηρήσιμης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της. Με λίγα λόγια λένε ότι είμαστε καταδικασμένοι σε ένα φαύλο  κύκλο που θα κρατήσει την οικονομία σε συνθήκες στασιμότητας.

Στον επίλογο του βιβλίου τους θέτουν το δίλημμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα.

Ας μου επιτρέψουν να το αποδώσω διαφορετικά από την δική τους περιγραφή.

Η Ελλάδα έχει τις ακόλουθες δυο επιλογές: είτε να παραμείνει σε συνθήκες  στασιμότητας που θα οδηγήσουν σε διαιώνιση της μιζέριας και σε περαιτέρω κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση.

Είτε να κινηθεί στο δρόμο μιας βιώσιμης ανάπτυξης που θα αφορά όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική ομάδα στην όποια ανήκουν ή το μέρος της Ελλάδας στο οποίο κατοικούν.

Από εμάς εξαρτάται ποια επιλογή θα κάνουμε στα χρόνια που ακολουθούν.

Εύχομαι το βιβλίο σας να είναι καλοτάξιδο με δεδομένο ότι είναι πολύ χρήσιμο για μια νηφάλια και δημιουργική συζήτηση για αυτά που ζήσαμε και για όσα μπορούν να ακολουθήσουν.