Ομιλία στην παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ

Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και το προεδρείο της ΓΣΕΒΕΕ για την πρόσκληση να συμμετάσχω στην παρουσίαση της πρώτης Ετήσιας Έκθεσης του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.

Θέλω να συγχαρώ όλους όσοι εργάστηκαν για τη σύνταξη της και να επισημάνω την επιλογή τους να οριοθετήσουν το περιεχόμενο της με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ώστε να έχει τη δική της προστιθέμενη αξία και να μην είναι άλλη μια έκθεση επισκόπησης της ελληνικής οικονομίας.

Οι συντάκτες της Έκθεσης στην προσπάθειά τους να σκιαγραφήσουν την επόμενη ημέρα της χώρας αλλά και τις προοπτικές για τις ΜΜΕ που τόσο χτυπήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης διατρέχουν τα δεδομένα της προηγούμενης δεκαετίας.

Προχωρούν σε καίριες επισημάνσεις για τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση και την κατάρρευση και παραθέτουν αξιολογικά στοιχεία για τις εξελίξεις\μετασχηματισμούς στην οικονομία και στο χώρο των ΜΜΕ από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα.

Στην ερμηνεία για τα αίτια της κρίσης αποφεύγουν τις μυθοπλασίες και τις απλουστεύσεις που την τελευταία δεκαετία κυριάρχησαν ως ερμηνευτικό πλαίσιο για την κρίση και που εξυπηρέτησαν τις πολιτικές αφηγήσεις όσων δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να δουν την πραγματικότητα.

Στη δημόσια συζήτηση ως αιτία της κρίσης προκρίθηκε όλα αυτά τα χρόνια αποκλειστικά ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της διετίας 2007-2009 που οδήγησε στην έκρηξη του δημόσιου χρέους.

Η έκθεση κάνει ένα βήμα πιο πέρα και συμπληρώνει ότι σημαντικό ρόλο στην κρίση και την κατάρρευση του 2009 είχε και το στρεβλό παραγωγικό πρότυπο.

Διαβάζω από το κείμενο της Έκθεσης:

«Αυτό το στρεβλό παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας για πάνω από δύο δεκαετίες ήταν ίσως και ο βασικότερος παράγοντας που προκάλεσε την ελληνική κρίση. Όταν οι συνθήκες (κατά βάση φθηνός δανεισμός) που συντηρούσαν το μοντέλο αυτό έπαψαν να υπάρχουν τότε αυτό κατέρρευσε.» 

Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτού του στρεβλού παραγωγικού υποδείγματος;

Μια οικονομία στην οποία η κατανάλωση συμμετείχε με ποσοστά κοντά στο 65%, περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο.

Μια οικονομία που έτρεχε με διψήφια ποσοστά πιστωτικής επέκτασης με χαμηλά επιτόκια, με ένα τραπεζικό σύστημα που κατηύθυνε κατά προτεραιότητα τα κεφάλαια σε συγκεκριμένους κλάδους και επιχειρήσεις. Κλάδους που δεν είχαν εξωστρέφεια, δεν ήταν ανταγωνιστικοί και κατέρρευσαν με τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης.

Ένας άκριτος δανεισμός από τη μεριά των τραπεζών που στην προσπάθεια τους να συντηρήσουν τα μερίδια τους στην αγορά υποβάθμιζαν τους κινδύνους που αναλάμβαναν.

Μια οικονομία που ένα μεγάλο τμήμα των επενδύσεων πριν από το ξέσπασμα της κρίσης αφορούσε κατασκευές και σε μικρότερο βαθμό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.

Τέλος, μια οικονομία που ήταν κατά βάση εσωστρεφής με δυσκολίες ανταγωνιστικής ένταξης στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Δεν αποτελεί λοιπόν σύμπτωση ότι το 2007 και 2008 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε φτάσει στο 15% του ΑΕΠ, πρωτοφανές στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Καμπάνα ηχηρή που αγνόησαν πολιτικά κόμματα, εργοδότες, εργαζόμενοι αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ήμασταν λίγοι εκείνοι που από το 2008 θέταμε το ερώτημα πως θα διορθωθεί μια τέτοια ανισορροπία όταν δεν έχεις το όπλο της νομισματικής υποτίμησης στη διάθεσή σου.

Όταν χάθηκαν οι λόγοι που διευκόλυναν την ανάδειξη και λειτουργία αυτού του στρεβλού παραγωγικού προτύπου, που με τη σειρά του συνδιαμόρφωσε το είδος της επιχειρηματικότητας και των επιχειρήσεων που ταίριαζαν με αυτό, τότε άρχισε και η κατάρρευση του επιστεγάσματος.

Η εξαύλωση του ΑΕΠ που άρχισε από το 2008 σύμφωνα με μελέτες οφείλεται στη μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων.

Αυτή με τη σειρά της επηρεάστηκε περίπου εξίσου από τη δημοσιονομική προσαρμογή μέσω κυρίως της αύξησης της φορολογίας και από την πιστωτική συρρίκνωση. 

Η μείωση της κατανάλωσης είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί και ένα μεγάλο μέρος των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων κατά την περίοδο της κρίσης.

Το εύλογο ερώτημα, δέκα χρόνια μετά, είναι αν μέσω των μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών προχωρήσαμε στην πραγματική αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου έτσι ώστε να μπούμε σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.

Αν αποκτήσαμε επιχειρήσεις πιο ανθεκτικές σε κρίσεις που έρχονται από το εξωτερικό, πιο ανταγωνιστικές καινοτόμες και εξωστρεφείς.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που παρατίθενται στην  Έκθεση είναι και ναι και όχι.

Ας δούμε λοιπόν τι λένε τα στοιχεία.

Θα επικεντρωθώ σε τρία κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν στο είδος της επιχειρηματικότητας αν δηλαδή είναι ευκαιρίας ή ανάγκης, στο ζήτημα της καινοτομίας και των συνεργατικών σχημάτων.

Διότι αυτά αφορούν τις επιλογές των ιδίων των επιχειρηματιών να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.

Στη συνέχεια θα σχολιάσω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ και θα κλείσω με τις προτάσεις του Κινήματος Αλλαγής για τις ΜΜΕ.

Σύμφωνα με την έρευνα που παρουσιάζεται μόλις μια στις δυο επιχειρήσεις αξιοποιούν κάποια ευκαιρία.

Το υπόλοιπο 50% είτε είναι επιχειρηματικότητα ανάγκης είτε συνεχίζουν μια οικογενειακή επιχείρηση.

Μια θετική εξέλιξη είναι ότι στις νέες επιχειρήσεις η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας είναι διπλάσια από την επιχειρηματικότητα ανάγκης.

Σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή\και την οργάνωση της επιχείρησης ή\και την εξωστρέφεια.

Σχεδόν 2 στις 10 επιχειρήσεις έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία για κοινές προμήθειες προϊόντων υπηρεσιών ή\και για κοινή προώθηση μάρκετινγκ ή και για κοινή αποθήκη.

Μόλις μια στις έξι επιχειρήσεις εξάγει κάποιο ποσοστό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.

Με λίγα λόγια η προσαρμογή άρχισε, όχι όμως με την απαιτούμενη ένταση.

Στο ερώτημα τι φταίει για αυτές τις καθυστερήσεις υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Ας δούμε αρχικά το μακροοικονομικό περιβάλλον.

Η ελληνική οικονομία είναι δεσμευμένη μέχρι το 2022 στη δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ακόμη χειρότερα η κυβέρνηση δημιουργεί υπερπλεονάσματα τα οποία επιτυγχάνονται με αύξηση των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών και με συνεχή περικοπή του ΠΔΕ.

Σε αυτά προσθέστε και τις μεγάλες καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες.

Όλα αυτά καθηλώνουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.

Αν σε αυτά προσθέσουμε και το πρόβλημα της αποεπένδυσης που κυριαρχεί από το 2011 και μετά τότε εύλογα θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης της τάξης του 1-1,25% που προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί.

Με δεδομένη τη δυστοκία από την πλευρά της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων είναι προφανές ότι η μόνη άμεση λύση για τη χώρα είναι η προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων.

Δυστυχώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει όπως έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις με ιδεοληπτικό τρόπο το ζήτημα των ξένων επενδύσεων.

Πέρα όμως από το προβληματικό μακροοικονομικό περιβάλλον υπάρχουν και άλλα εμπόδια που εμποδίζουν την προσαρμογή και τον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων.

Τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ στην Ελλάδα είναι πολλά όπως αυτά προκύπτουν και από σχετική Έκθεση της Ε.Ε. που εκδίδεται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Small Business Act.

Στα εμπόδια υψηλή θέση έχει η δυσκολία πρόσβασης των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση.

Είναι λοιπόν σημαντική η αξιοποίηση κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο των ευρωπαϊκών κονδυλίων και η ανάπτυξη πρόσθετων πηγών χρηματοδότησης πέρα από το τραπεζικό σύστημα το οποίο για τα επόμενα 2-3 χρόνια θα δυσκολευτεί να στηρίξει την ανάπτυξη.

Αν δούμε τον δείκτη ανταγωνιστικότητας διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα έχει τη χειρότερη θέση στην ΕΕ.  

Με λίγα λόγια το περιβάλλον δεν είναι φιλικό προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα την ώρα που είναι γνωστό στην Ελλάδα έχουμε πολλές πολύ μικρές αλλά λίγες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. 

Το κρίσιμο στοιχείο, ωστόσο, είναι πόσο ισχυρές είναι οι επιχειρήσεις σε ένα παραγωγικό σύστημα.

Πόσο ανθεκτικές είναι στον διεθνή ανταγωνισμό και πως  συμβάλλουν στη δυναμική της ανάπτυξης. 

Το εμπόδιο στην ανάπτυξη των μεγαλύτερων σε μέγεθος μονάδων, ωστόσο, δεν είναι οι πολλοί μικροί επιχειρηματίες, αλλά οι αδικαιολόγητα υψηλοί φόροι,  οι πολλές και συχνές αλλαγές του φορολογικού πλαισίου, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, η διαφθορά, η γραφειοκρατία για τις άδειες, η αδυναμία των τραπεζών, η αβεβαιότητα και όλα αυτά που κατατάσσουν την Ελλάδα στις χειρότερες θέσεις παγκοσμίως στους δείκτες ανταγωνιστικότητας. 

Στο ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΑΔΑ η ανάπτυξη μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων δεν ισοδυναμεί με την ισοπέδωση των μικρών και των αυτοαπασχολουμένων. 

Αντίθετα, ο συνδυασμός ανάπτυξης με σταθερότητα προϋποθέτει κρίσιμους οργανικούς ρόλους τόσο για τις μικρές όσο και τις μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε συμβιωτικά σχήματα και οργανωμένες αλυσίδες αξίας με ανταγωνιστικά πλεονεκτήμαστα.

Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες για να γίνει με ταχύτητα η προσαρμογή στην εξωστρέφεια, είναι τα βασικά οχήματα του διεθνούς τομέα της οικονομίας για την ταχεία ανάπτυξη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών με ρυθμούς που να υπερκαλύψουν το συντομότερο δυνατό τη μείωση της εγχώριας ζήτησης. Η δημόσια πολιτική οφείλει να εξασφαλίσει την διάχυση των ωφελειών στις μικρότερες επιχειρήσεις που βρίσκονται γύρω τους. 

Είναι σφάλμα, όμως, να αναμένουμε ότι η μείωση της ανεργίας μπορεί να προέλθει γενικά και αόριστα από την οικονομική ανάπτυξη, ή με κάποιον αυτόματο τρόπο από την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών. 

Ο διεθνής τομέας είναι αναμφίβολα η ατμομηχανή, αλλά ο όγκος της συνολικής απασχόλησης εξαρτάται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της οικονομίας – τον εσωτερικό τομέα – όπου τα προϊόντα και οι υπηρεσίες παράγονται και καταναλώνονται κατά κύριο λόγο τοπικά. 

Η ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσω των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 

Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να είναι κατά βάση μια χώρα μικρών μονάδων, τουλάχιστον όσον αφορά την απασχόληση.

Όταν αναπτύσσονται αυτές θα αναπτύσσεται και η χώρα.

Για τους λόγους αυτούς η δημόσια πολιτική πρέπει να επιτρέπει και να ενθαρρύνει τις μικρές μονάδες να λειτουργούν αναπτυξιακά, εισάγοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα, σχεδιάζοντας νέα προϊόντα και υπηρεσίες, συνεργώντας μεταξύ τους και μεγαλώνοντας τις εγκαταστάσεις, το μέγεθος  και την απασχόληση.

Η κυβερνητική πολιτική όπως αυτή εφαρμόζεται δεν στηρίζει την άποψη για μια παραγωγική οικονομία με ραχοκοκαλιά τους μικρομεσαίους που αναπτύσσεται και αποδίδει δίκαιους και λογικούς φόρους στο κράτος.

Στην πράξη η υπερφορολόγηση του μικρομεσαίου είναι μια πορεία προς την καταστροφή της μικρής επιχείρησης που ταυτόχρονα «κλείνει το μάτι» στους φοροφυγάδες και ωθεί ολοένα και περισσοτέρους τίμιους επιχειρηματίες στην επιλογή είτε να κλείσουν, είτε να φύγουν στο εξωτερικό είτε να φοροδιαφύγουν και εισφοροδιαφύγουν.

Μια τάξη αφανίζεται λόγω της ιδεολογικής αγκύλωσης της κυβέρνησης. 

Είναι κρίσιμο ότι στη χώρα μας η μικρομεσαία τάξη δεν αφορά αποκλειστικά «επιχειρηματίες», αλλά εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες με μικρο­ιδιοκτησίες, ιδιοκατοίκηση, κλπ. που θυσιάζονται, επενδύουν και αγωνιούν για το μέλλον των παιδιών τους. 

Αντί λοιπόν να επιβαρύνει τους αυτοαπασχολουμένους μέχρις εξοντώσεως με το επιχείρημα που διατυπώνουν κάποια στελέχη της ότι πέρασε η εποχή τους, μια προοδευτική κυβέρνηση θα δημιουργούσε ένα πιο ευνοϊκό́ περιβάλλον και για τις μικρές αλλά και τις μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Στο “Σχέδιο Ελλάδα” η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην Ελληνική Μικρομεσαία επιχείρηση.

Εμείς υποστηρίζουμε ότι το κράτος πρέπει να σταθεί δίπλα τους με ολοκληρωμένες πολιτικές που θα τις βοηθήσουν να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, εξωστρεφείς, καινοτόμες και να προωθήσουν συνεργασίες και συμπράξεις.

Την ώρα που οι νέες τεχνολογίες και η τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί σε πρωτοφανείς μετασχηματισμούς οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίσουν φοβικά, τον ψηφιακό μετασχηματισμό.

Αντίθετα πρέπει επιθετικά να τον αξιοποιήσουν ώστε να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και να δημιουργήσουν πολλές νέες θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς συνθήκες και αμοιβές.

Εμείς θα στηρίξουμε τον Μετασχηματισμό των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε μεγαλύτερες και ανταγωνιστικότερες, με ένα «Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής Εποχής».

– Με ειδικά φορολογικά κίνητρα για τις συνενώσεις επιχειρήσεων.

– Με την εκπόνηση κλαδικών μελετών για την πρόβλεψη των αλλαγών και την προώθηση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών.

– Με την αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και τις απαραίτητες προβλέψεις στον Αναπτυξιακό Νόμο, για την χρηματοδότηση της καινοτομίας, της εξωστρέφειας, τη δημιουργία συνεργατικών σχηματισμών και “αλυσίδων αξίας”.

– Με την συνεργασία με Ανώτατα εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά Ιδρύματα για την ενσωμάτωση των τεχνολογιών και οικονομικών εξελίξεων αλλά και τη δημιουργία εξειδικευμένου επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Αλλά και με αναβάθμιση του ρόλου των επιμελητηρίων.

– Με κίνητρα για επανακατάρτιση των εργαζομένων στα νέα δεδομένα, αλλά με ποσοτικοποιημένες υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις.

– Με τοπικά Περιφερειακά Σύμφωνα Ανάπτυξης για προώθηση επιχειρηματικών δράσεων, σύμφωνων με τα κατά τόπους συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Δημιουργούμε το “νέο” μετασχηματίζοντας και όχι καταστρέφοντας ότι υπάρχει. Με κοινή προσπάθεια του Κράτους, του Ιδιωτικού Τομέα, αλλά και την ενεργή παρουσία των εργαζομένων που δικαιούνται καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας.

Έχουμε καταθέσει 7 προτάσεις – δεσμεύσεις που έχουν ως αποκλειστικό στόχο την άμεση στήριξη της Μικρομεσαίας Επιχείρησης.

1) Μειώνουμε τους φόρους στις επιχειρήσεις και στην παραγωγή.

– Ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων μειώνεται από 29% σε 20%.

Μειώνουμε τον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 22% και από το 13% στο 11%.

– Απαλλάσσουμε για 3 χρόνια από φόρους και εισφορές  συνταξιοδότησης τους νέους που ξεκινούν την δική τους επιχείρηση ή επαγγελματική δραστηριότητα.

–  Καταργούμε τα τέλος επιτηδεύματος.

2) Δίνουμε Κίνητρα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας

Για κάθε 100 ευρώ που ξοδεύει μια επιχείρηση για νέες προσλήψεις, φοροαπαλάσσεται για 150.

3) Θέτουμε ανώτατο μηνιαίο πλαφόν στις ασφαλιστικές εισφορές

Δίνουμε δυνατότητα επαναϋπολογισμού και ρύθμισης ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών για διευκόλυνση της συνταξιοδότησης.

4) Εξασφαλίζουμε τη βιώσιμη και οριστική ρύθμιση υφιστάμενων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς εφορίες και ασφαλιστικά Ταμεία στις 120 δόσεις.

5) Προωθούμε την επίλυση του προβλήματος των “κόκκινων δανείων” ώστε το τραπεζικό σύστημα να παίξει το ρόλο του στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Από το 2107 είχαμε προτείνει την δημιουργία μιας “Bad Bank” με συνεργασία Δημοσίου, Τραπεζών, Ιδιωτικού Τομέα, που θα προχωρήσει στην αναγκαία αναδιάρθρωση και εξυγίανση των επιχειρήσεων – οφειλετών, που αδυνατούν να καλύψουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Μας αγνόησαν και σήμερα συζητάμε για τις προτάσεις του ΤΧΣ και της ΤτΕ αλλά με μεγάλη καθυστέρηση και χωρίς ουσιαστική πρόοδο.

6) Δίνουμε δεύτερη ευκαιρία σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν σταματήσει τη δραστηριότητά τους.

Διευκολύνουμε την ένταξη των Μικρομεσαίων στον εξωδικαστικό συμβιβασμό.

Θεσπίζουμε ειδικό ακατάσχετο τραπεζικό λογαριασμό επαγγελματιών και επιχειρήσεων.

7) Ενεργοποιούμε και ενισχύουμε τους μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου του κράτους στην αγορά, προκειμένου να αποκατασταθεί ο υγιής ανταγωνισμός και να προστατευθούν επιχειρήσεις που έχουν πληγεί βίαια από αθέμιτες πρακτικές.

Είμαστε αποφασισμένοι τις προτάσεις αυτές να τις κάνουμε πράξη.