Αξιοπιστία, φόροι και πρωτογενή πλεονάσματα

Άρθρο στην Καθημερινή

Η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις νεότερες εκτιμήσεις, θα κινηθεί το 2019 με ρυθμό ανάπτυξης χαμηλότερο από την αισιόδοξη πρόβλεψη 2,3% της απερχόμενης κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής πολιτικής των υπερπλεονασμάτων που ακολουθεί η κυβέρνηση από το 2016, παρά την κριτική που ασκούσε ως αντιπολίτευση στις προηγούμενες κυβερνήσεις για τις αρνητικές συνέπειες των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για να πετύχει τα υπερπλεονάσματα, αύξησε τα φορολογικά βάρη, ιδιαίτερα εις βάρος της μεσαίας τάξης, όπως αναγνώρισε και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος. Ταυτόχρονα περιέκοπτε συστηματικά όλα τα προηγούμενα χρόνια το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Ετσι, αφενός δημιούργησε ένα έλλειμμα υποδομών, αφετέρου επηρέασε αρνητικά την προσέλκυση επενδύσεων. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν το Δημόσιο αυξάνει τις επενδύσεις σε υποδομές, ακολουθούν στη συνέχεια οι ιδιώτες με τις δικές τους επενδύσεις. Δεν αποτελεί λοιπόν σύμπτωση ότι όλα αυτά τα χρόνια η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αποεπενδύει. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές εξελίξεις και τη μείωση του εργατικού δυναμικού από τη μετανάστευση των νέων, οδηγεί διεθνείς οργανισμούς να καταθέτουν απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Το Κίνημα Αλλαγής ασκεί κριτική προς την κυβερνητική πολιτική που αφορά όχι μόνο τα υπερπλεονάσματα αλλά και τους υψηλούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και λίγο πάνω από το 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Την ώρα που η βαριά κληρονομία της κρίσης (υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, μακροχρόνια ανεργία) καθιστά δυσκολότερη την επανεκκίνηση της οικονομίας, η κυβέρνηση με τις επιλογές της την παγιδεύει σε συνθήκες στασιμότητας.

Το Κίνημα Αλλαγής θέτει ως προτεραιότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας την αναθεώρηση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Τη θέση μας αυτή παρουσιάσαμε με την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά κατά τη συνάντησή μας τον περασμένο Φεβρουάριο με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Ολαφ Σολτς, ο οποίος προέρχεται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας. Η αναθεώρηση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου προκειμένου στη συνέχεια να σχεδιαστεί ποιες φορολογικές ελαφρύνσεις μπορούν να προκριθούν και πόσο μπορεί να αυξηθεί το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία διότι, σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις μετά τις προεκλογικές παροχές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, μπορεί να έχει δημιουργηθεί και δημοσιονομικό κενό.

Είναι λοιπόν παράδοξο, σε μια περίοδο κατά την οποία Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ένα έλλειμμα αξιοπιστίας, αντί να προστατέψουν την όση αξιοπιστία τούς έχει απομείνει, να επιμένουν σε ανακοινώσεις για φορολογικές ελαφρύνσεις, χωρίς να διευκρινίζουν αν αυτές θα τις υλοποιήσουν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την αναθεώρηση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αν η επόμενη κυβέρνηση σεβαστεί τις δεσμεύσεις της χώρας, τότε δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει καμία από τις προτάσεις για φορολογική ελάφρυνση και θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα.

Το Κίνημα Αλλαγής είναι διατεθειμένο μετεκλογικά να συμμετάσχει σε έναν διάλογο για την αναθεώρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η χώρα, όταν προσέλθει στις συζητήσεις με τους Ευρωπαίους, θα παρουσιάσει ένα πρόγραμμα προοδευτικών αλλαγών σε θεσμούς και οικονομία που θα απεγκλωβίζει τις καταπιεσμένες εξωστρεφείς παραγωγικές δυνάμεις. Ετσι θα στηριχθεί το κοινωνικό κράτος και όσοι χτυπήθηκαν από την κρίση.

Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγουν να τοποθετηθούν ως προς το θέμα της αναθεώρησης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα και ειδικά ως προς τις προοδευτικές αλλαγές που πρέπει να προταθούν στις συζητήσεις με τους Ευρωπαίους. Αν οι πολίτες στις εκλογές της 7ης Ιουλίου παγιδευτούν στην πόλωση που καλλιεργούν αυτά τα δύο κόμματα, τότε το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι να παραταθεί η κρίση και να απαξιωθεί ακόμη περισσότερο η πολιτική στα μάτια των πολιτών. Για αυτό η ψήφος στο Κίνημα Αλλαγής είναι ψήφος υπέρ της λογικής που σιγά σιγά επιστρέφει, της πολιτικής σταθερότητας και της οριστικής εξόδου από την κρίση.