Νέες τεχνολογίες, αναγκαίοι οικονομικοί μετασχηματισμοί και κοινωνικές προκλήσεις

10 Συνέδριο Βιομηχανικής Πληροφορικής

Καβάλα, 5 Οκτωβρίου 2019

Καθώς βρισκόμαστε στο κατώφλι της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα πολλοί αναρωτιούνται αν η οικονομία μας θα καταφέρει να εισέλθει σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης.

Διότι μόνο με τη σταθερή ανάπτυξη θα αντιμετωπίσουμε τη βαριά κληρονομιά της κρίσης, θα ενισχυθεί το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων και θα ανακτήσει η Ελλάδα τη θέση της στην Ε.Ε. ως μια δύναμη μεσαίου μεγέθους.

Αυτά με τη σειρά τους θα της επιτρέψουν να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις των καιρών.

Η αναζήτηση των απαντήσεων που θα επιχειρήσω να δώσω θα έχει ως χρονικό ορίζοντα την επόμενη δεκαετία.

Θα ξεκινήσω θέτοντας υπό κρίση μια άποψη που έχει διατυπώσει πρόσφατα ο Καθηγητής Στάθης Καλύβας ο οποίος στο βιβλίο του «Καταστροφές και Θρίαμβοι» μίλησε για το ιστορικό παράδοξο της Ελλάδας στα 190 χρόνια ιστορίας της να βαδίζει από θρίαμβο σε καταστροφή και μετά ξανά σε θρίαμβο πριν οδηγηθεί στην επόμενη καταστροφή.

Αυτό που ίσως έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η επισήμανσή του ότι σε κάθε νέο θρίαμβο η Ελλάδα κατακτούσε ένα επίπεδο ευημερίας υψηλότερο από αυτό που είχε πετύχει στον προηγούμενο.

Αν το ιστορικό αυτό παράδοξο πρόκειται να επαναληφθεί για τη σημερινή μας συζήτηση πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η χώρα κάποια στιγμή στην επόμενη δεκαετία όχι απλά θα οδηγηθεί σε νέο θρίαμβο μετά την καταστροφή του 2009 αλλά αυτός θα μας φέρει σε ένα επίπεδο ευημερίας υψηλότερο από αυτό που κατακτήσαμε μετά την ένταξη στην ΟΝΕ.

Επειδή όμως δεν υπάρχει κάποια ιστορική νομοτέλεια που να υπαγορεύει την πορεία της χώρας στο μέλλον και κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τη συνάντηση μας με τον επόμενο θρίαμβο οφείλουμε σήμερα να αναζητήσουμε τι πρέπει να κάνουμε για να τον συναντήσουμε.

Εύλογα λοιπόν θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις νέες τεχνολογίες.

Είναι πλέον αποδεκτό ότι σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον η πορεία μιας χώρας εξαρτάται μεταξύ άλλων παραγόντων και από την δυνατότητα αλλά και την ταχύτητα με την οποία ενσωματώνει τις νέες τεχνολογίες στην παραγωγική διαδικασία.

Αν λοιπόν θέλουμε να έχουμε συμμετοχή στην παγκόσμια παραγωγή νέου πλούτου πρέπει να δούμε που βρισκόμαστε εμείς ως προς το ζήτημα της ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην οικονομία μας.

Γιατί τα χρόνια που κλειστήκαμε στον εαυτό μας χάνοντας μια πολύτιμη δεκαετία οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες κάλυψαν τις απώλειες της κρίσης και έφυγαν μπροστά βάζοντας πλέον ψηλά τον πήχη για την Ελλάδα.

Τι έφταιξε και η χώρα οδηγήθηκε στην κατάρρευση του 2009 και παρέμεινε τόσο πολύ σ’ αυτή;

Πρώτον ο μεγάλος δημοσιονομικός εκτροχιασμός της περιόδου 2004-2009.

Δεύτερο σημαντικό ρόλο είχε και η δυστοκία του πολιτικού δυναμικού της χώρας αλλά και των εργοδοτών και εργαζομένων να κατανοήσουν τις αλλαγές για τη οικονομία και τη θέση της στον κόσμο από την ένταξη στην ΟΝΕ.

Με λίγα λόγια η απουσία ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων για τις μεγάλες αναγκαίες αλλαγές πριν αλλά και κατά της διάρκεια της κρίσης.

Όταν η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ είχε μια οικονομία όπου ο εξωστρεφής τομέας της οικονομίας ήταν πολύ μικρός.

Δεν έγινε λοιπόν έγκαιρα κατανοητό ότι η διάρθρωση της οικονομίας μας ως είχε δεν της επέτρεπε στις νέες συνθήκες να διεκδικήσει το δικό της μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.

Υπήρχαν ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις και αντιδράσεις ως προς τις διαρθρωτικές, θεσμικές αλλά και πολιτικές αλλαγές που είχε ανάγκη η χώρα για να αντέξει στις νέες συνθήκες που συνδιαμόρφωναν οι εξελίξεις στην Ε.Ε. και η παγκοσμιοποίηση.

Έτσι, η οικονομία μας παρέμεινε κλειστή με δυσανάλογα υψηλές εισαγωγές σε σχέση με τις εξαγωγές μας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό ήταν η σχετικά μικρή συμμετοχή στις εξαγωγές μας προϊόντων με μεσαία και υψηλή τεχνολογία.

Η χώρα μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2009 εκτός από τα δημοσιονομικά της προβλήματα έπρεπε να θέσει ως εξίσου σημαντική προτεραιότητα την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης.

Μετά τα 10 χρόνια κρίσης φαίνεται να υπάρχει μια θετική εξέλιξη σε ότι αφορά τη στάση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας που κλήθηκαν από τους πολίτες να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Έχουν κατ’ αρχάς αναγνωρίσει ή αποδεχτεί την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής σταθερότητας. Επιπρόσθετα έχουν συγκλίνει στην άποψη ότι η χώρα χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που θα αντικαταστήσει το προηγούμενο προβληματικό.

Αυτή η νέα διάρθρωση της οικονομίας που στοχεύουμε προϋποθέτει νέες επενδύσεις και ανθρώπινο δυναμικό με δεξιότητες που μπορεί να ανταποκριθεί στη νέα αυτή οικονομία.

Η οικονομίας μας για να διασφαλίζει την ικανότητα να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, 3%-3,5% ετησίως, ώστε να δημιουργούνται νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας θα πρέπει να καλύψει το επενδυτικό κενό που ξεκίνησε από το 2010.

Με αυτές θα αναπληρωθεί ο παραγωγικός ιστός που χάθηκε με την κρίση του 2009.

Οι νέες επενδύσεις όμως πρέπει να κατευθυνθούν σε οικονομικές δραστηριότητες εξωστρεφείς ώστε να εξασφαλίσουν τα ελληνικά προϊόντα ή οι υπηρεσίες το δικό τους μερίδιο στην παγκόσμια αγορά ή στο βαθμό που μπορούμε να υποκαταστήσουμε εισαγόμενα.

Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε μετά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας που αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση της οικονομίας πόσο πιο ανοικτή είναι σήμερα η οικονομία μας και ποια η θέση της χώρας στις παγκόσμιες εξαγωγές.

Οι εξαγωγές αγαθών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν στο 17,5% το 2018 από 7,5% το 2009. Αυτό υπήρξε το συνδυαστικό αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των εξαγωγών όσο και της μείωσης του ΑΕΠ.

Αν δεν διαταραχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και συνεχισθεί η πρόσφατη σχετική επιτάχυνση της αύξησης των εξαγωγών, τότε υπάρχει βάσιμη ελπίδα αύξησης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.

Ως ποσοστό, όμως, των παγκόσμιων εξαγωγών οι εξαγωγές μας ανέρχονται σε 0,184%, στο ίδιο περίπου επίπεδο που ήταν το 2000 όταν δηλαδή μπήκαμε στην ΟΝΕ αλλά και το 2009 όταν ξέσπασε η κρίση.

Παρά λοιπόν τη δυναμική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις άλλες χώρες στην παγκόσμια οικονομία παραμένει ουσιαστικά σε στασιμότητα την τελευταία 20ετία.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο βαθμός διείσδυσης της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια αγορά επιδεικνύει διαχρονικά αξιοσημείωτες αντοχές.

Σε αυτή τη θετική διαπίστωση πρέπει να βάλουμε έναν αστερίσκο.

Η αντοχή αυτή οφείλεται, κυρίως, στον εξαπλασιασμό περίπου των εξαγωγών καυσίμων τις δύο τελευταίες δεκαετίες που αποτελούν σήμερα το 1/3 περίπου των εξαγωγών μας.

Χωρίς τις εξαγωγές καυσίμων, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στην παγκόσμια οικονομία το 2018 είναι σε χαμηλότερο σημείο από το 2000 και το 2009.

Η μείωση του ποσοστού στις παγκόσμιες εξαγωγές συνέβη λόγω της παγκοσμιοποίησης και ανάδειξης νέων εξαγωγικών/πλεονασματικών δυνάμεων με προεξέχουσα την Κίνα με συνέπεια να μειωθούν τα μερίδια των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών αλλά και των ΗΠΑ.

Οι πιο αποτελεσματικοί εξαγωγείς δηλαδή η Γερμανία η Ιαπωνία αλλά και εν μέρει ΗΠΑ υποκατέστησαν τις απώλειες τους με διείσδυση στις νέες αγορές που αναδύονταν μέσω Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) αλλά και ενίσχυση των εξαγωγών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας (άυλες υπηρεσίες, branding, consulting, management, μέθοδοι παραγωγής, «εξαγωγή» άλλων επιτελικών υπηρεσιών και βοήθειας ενσωμάτωσης τεχνολογίας σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες).

Λιγότερο αποτελεσματικές χώρες όπως η Ελλάδα αλλά ακόμη και η Ιταλία έχασαν μερίδιο. Προφανώς δεν μπορούσαν να κάνουν ΑΞΕ στις αναδυόμενες οικονομίες μεταφέροντας εκεί μέρος της παραγωγικής τους βάσης.

Κάτι τέτοιο επιχείρησε η Ελλάδα στη ΝΑ Ευρώπη αλλά τελικά οι χώρες αυτές λειτούργησαν όχι μόνο ως εταίροι αλλά και ως ανταγωνιστές μας στην ΕΕ καθώς αναβάθμιζαν ποιοτικά την παραγωγή τους ενώ εμείς παραμέναμε στάσιμοι.

Εδώ είναι αναγκαία μια ακόμη επισήμανση. Η Ελλάδα ξεχωρίζει από τις άλλες οικονομίες της ΕΕ γιατί ένα σημαντικό κομμάτι από τις υπηρεσίες που παρέχει έχουν εξωστρεφή προσανατολισμό. Αναφέρομαι στην ναυτιλία και τον τουρισμό. Αλλά και πάλι οι δυνατότητες των δραστηριοτήτων αυτών να συνεισφέρουν στην επίλυση του προβλήματος της περιορισμένης εξωστρέφειας έχουν όρια.

Τα χρόνια που εμείς επικεντρωθήκαμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας αναπτύχθηκε μια νέα οικονομία, αυτή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της οικονομίας είναι ότι έχει περιοριστεί σε συγκεκριμένα μέρη σε συγκεκριμένες εταιρείες και σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού πολύ περισσότερο από την παραδοσιακή βιομηχανική οικονομία, που είχε εξαπλωθεί πολύ ευρύτερα.

Αυτή η συγκέντρωση σημαίνει ότι το χάσμα παραγωγικότητας και πλούτου μεταξύ των εταιρειών τεχνολογικής αιχμής και των υπολοίπων, των πιο δυναμικών-έξυπνων πόλεων και των υπολοίπων, των πιο τεχνολογικά καταρτισμένων εργαζόμενων και των υπολοίπων, έχει διευρυνθεί.

Στην παγκόσμια οικονομία σήμερα αναδεικνύεται ως πρωταγωνιστής η Κίνα, κυρίως λόγω των επενδύσεων στις νέες τεχνολογίες, κάνοντας άλματα στην ενσωμάτωση τεχνολογίας και την έρευνα αν και ακόμη οι ΗΠΑ κυριαρχούν στην τεχνολογία και έρευνα αιχμής.

Ο εμπορικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει δεν είναι τυχαίος. Σε μεγάλο βαθμό είναι η αντίδραση των ΗΠΑ για να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στην παγκόσμια οικονομία την ώρα που η Κίνα έχει θέσει ως στόχο μέχρι το 2030 να γίνει πρωτοπόρος στις υψηλές τεχνολογίες.

Η Ευρώπη που έχει μείνει σχετικά πίσω έχει περιλάβει τη διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας στις ευρωπαϊκές οικονομίες ως μία από τις 10 βασικές προτεραιότητες πολιτικής της.

Η Ελλάδα λοιπόν δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει το τρένο της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης αν θέλει να διατηρήσει μια θέση μεταξύ των πλέον αναπτυγμένων χωρών του κόσμου.

Η συγκεκριμένη επανάσταση δημιουργεί ένα τεράστιο πλέγμα παγκοσμιοποιημένων δομών παραγωγής, υπηρεσιών και διαχείρισης δεδομένων και από τη φύση της αυξάνει την οικονομική αποτελεσματικότητα τις οικονομικές διασυνδέσεις και την παραγωγικότητα χωρίς να στηρίζεται τόσο έντονα σε φυσικούς πόρους και συμβατικές βιομηχανικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου όπως οι προηγούμενες επαναστάσεις.

Για μια χώρα που στοχεύει σε αύξηση της παραγωγικότητας, ποιοτικότερες θέσεις εργασίας και ανάσχεση του brain-drain συνιστά σημαντική ευκαιρία και πρόκληση.

Για την Ελλάδα, ο ρυθμός ψηφιοποίησης της οικονομίας με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index – DESI), παρέμεινε αργός μεταξύ 2015 και 2018 σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έτσι, το 2018 η Ελλάδα μαζί με τη Ρουμανία κατέχουν την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η απόσταση που πρέπει να διανύσει για να προσεγγίσει τη μέση επίδοση της ΕΕ-28 είναι μεγάλη.

Με λίγα λόγια η Ελλάδα είναι πολύ πίσω και αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία δεν έγιναν σημαντικές δημόσιες επενδύσεις ούτε και ιδιωτικές.

Σε ότι αφορά την προσέλκυση ΞΑΕ που θα μας βοηθούσαν πολύ είμαστε ουραγοί μεταξύ των PIIGS.

Έχει σημασία να δούμε λίγο την πορεία μιας άλλης χώρας της Ιρλανδίας που βίωσε παρόμοια εμπειρία κρίσης στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας με την Ελλάδα αλλά είχαμε επίσης ξεκινήσει μαζί από παρόμοια αφετηρία στα τέλη της 10ετίας του 70 αρχές 80 με το χάσμα τα διευρύνεται διαρκώς έκτοτε. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορούμε να γίνουμε Ιρλανδία. Ας δούμε όμως τι πέτυχε.

Η Ιρλανδία μετά την κρίση προσελκύει εκ νέου 230 νέες ξένες επενδύσεις κάθε χρόνο, που δημιουργούν 10.000 θέσεις εργασίας.

Σήμερα, 1.400 εταιρείες άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν την έδρα τους στην Ιρλανδία, απασχολώντας 229.000 εργαζομένους.

Οι αξιοσημείωτες ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι 145.

Στο ερώτημα γιατί η Ιρλανδία προσελκύει τόσες πολλές ΞΑΕ η απάντηση είναι επειδή έχει σταθερή και χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων και νέους τεχνολογικά καταρτισμένους.

Η Ιρλανδία λοιπόν κατάφερε να βγει γρήγορα από τη βαθιά ύφεση επειδή η οικονομία της έχει εξαγωγικό χαρακτήρα και αύξανε τις εξαγωγές της κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Άρα η Ελλάδα σε σύγκριση με την Ιρλανδία αλλά και την Πορτογαλία που επίσης είχε την ίδια εμπειρία με εμάς παρά την αύξηση των εξαγωγών της παραμένει λιγότερη ανοικτή οικονομία.

Σχεδόν διατήρησε αλλά δεν αύξησε τη συμμετοχή της στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών εκτός καυσίμων και επιπρόσθετα οι εξαγωγές προϊόντων του μεταποιητικού τομέα με μεσαία και ψηλή τεχνολογία είναι περιορισμένη.

Οι δυνατότητες αυτές αποτυπώνονται από τον δείκτη ECI (Economic Complexity Index), που δηλώνει τον βαθμό που οι εξαγωγές μιας χώρας ενσωματώνουν προηγμένη τεχνολογία.

Ο δείκτης για την Ελλάδα είναι πολύ χαμηλός. Αυτό επιβεβαιώνει το έλλειμμα καινοτομίας που θα μπορούσε να διαφοροποιήσει τα προϊόντα μας.

Η έλλειψη προϊόντων υψηλής τεχνολογικής έντασης οφείλεται μεταξύ άλλων στις χαμηλές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη και στο θεσμικό πλαίσιο καινοτομίας στην Ελλάδα, το οποίο δεν είναι καθόλου ευνοϊκό για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις με κατοχυρωμένες πατέντες σε διεθνή γραφεία, οι οποίες εμφανίζουν εξαγωγική δραστηριότητα για το διάστημα 2003-2015 κυμαίνονται κάθε χρόνο από 28 έως 38.

Με βάση λοιπόν τη εμπειρία των άλλων χωρών είναι πλέον σίγουρο ότι η επόμενη συνάντηση με τον θρίαμβο για να λάβει χώρα προϋποθέτει ότι θα καταφέρουμε να υιοθετήσουμε τις νέες τεχνολογίες και να μετασχηματίσουμε την οικονομία προσελκύοντας πολλές ξένες άμεσες επενδύσεις.

Υπάρχει όμως σε ορισμένους μια λανθασμένη αντίληψη ότι η πορεία αυτή είναι χωρίς προκλήσεις.

Ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να διαμορφώσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για να συμμετάσχουμε στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και με ένα μαγικό τρόπο όλοι θα βγουν κερδισμένοι στη βάση των trickle down economics.

Είναι οι ίδιοι που μας καλούν να μην παρεμβαίνουμε στην οικονομία και να ελαχιστοποιήσουμε τη φορολογία ώστε να παραχθεί νέος πλούτος που τελικά μηχανικά θα διαχυθεί σε όλους.

Η σκληρή αλήθεια είναι ότι όπως όλοι οι οικονομικοί μετασχηματισμοί από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και μετά δημιουργούν χαμένους και κερδισμένους. Ακόμη και αυτοί που έγκαιρα προσαρμόζονται μπορεί να βγούνε χαμένοι. Δείτε για παράδειγμα το σοκ στην Φινλανδική οικονομία από την κατάρρευση της NOKIA ή τι συνέβη σε μια πρωτοποριακή εταιρεία όπως η Blackberry.

Αν θέλουμε λοιπόν να αποτρέψουμε καθυστερήσεις ή αντιδράσεις στην προσπάθεια υιοθέτησης των τεχνολογικών καινοτομιών πρέπει να φροντίσουμε για αυτούς που θα βγούνε χαμένοι για να μην έχουμε νέους Λουδίτες.

Να θυμίσω ότι οι Λουδίτες δεν αντιμάχονταν τις νέες τεχνολογίες, αλλά τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που σε μεγάλο βαθμό δρομολογούσαν οι οικονομικοί μετασχηματισμοί που επέφερε η Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση.

Σήμερα υπάρχει ο κίνδυνος ενός νέου Λουδιτισμού από όσους εναντιώνονται τους αυτοματισμούς, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή γενικότερα νέες τεχνολογίες γιατί οι ίδιοι φοβούνται ότι θα περάσουν στο περιθώριο.

Οι οικονομολόγοι δεν έχουμε καταφέρει να απαντήσουμε με σαφήνεια για τις συνολικές επιπτώσεις στην απασχόληση από την τεχνολογική πρόοδο. Ακόμη και αν μακροπρόθεσμα είναι επωφελής βραχυπρόθεσμα μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα.

Η ψηφιακή επανάσταση δημιουργεί ένα μεγάλο αριθμό από μορφές εργασίας και απασχόλησης, με κεντρικό χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα.

Ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων στην «οικονομία της ψηφιακής πλατφόρμας» δεν γνωρίζουν τι εισόδημα θα έχουν την επόμενη εβδομάδα και τον επόμενο μήνα.

Σε αυτή την ομάδα περιλαμβάνονται «ελεύθεροι» επαγγελματίες, προσωρινά και μερικά απασχολούμενοι, αυτοαπασχολούμενοι, οι λεγόμενοι freelancers, και λοιπές κατηγορίες με κοινό χαρακτηριστικό ότι η εργασία τους «κατ’ απαίτηση» ή «ετοιμότητα» στην οικονομία της ψηφιακής πλατφόρμας έχει ως αποτέλεσμα την αβεβαιότητα τόσο για το εισόδημα όσο και για τις ώρες εργασίας αλλά ακόμη και τον τόπο [καθώς η τηλεεργασία δεν είναι εφαρμόσιμη σε όλες της δραστηριότητες της νέας οικονομίας] που θα εργάζεται κάποιος σε μια παγκοσμιοποιημένη κατανομή πόρων.

Η αλλαγή αυτή στις ψηφιακά αναπτυγμένες οικονομίες γίνεται με τεράστια ταχύτητα και αφορά ένα πολύ μεγάλο πλήθος επαγγελμάτων, από προγραμματιστές, οδηγούς Uber, καθαρίστριες Airbnb, μέχρι δημοσιογράφους, αισθητικούς, υδραυλικούς, διανομείς, νοσοκόμες κλπ.

Όλο και περισσότερο, οι επιχειρήσεις αυτές χρειάζονται μόνο μια σχετικά μικρή ομάδα σταθερά εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες και ταλέντα και όλοι οι άλλοι αναζητούνται με βάση την διαθεσιμότητα, την απόδοση και το χαμηλό κόστος.

Όλα αυτά επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να είναι ιδιαίτερα ευέλικτες – να ανταποκρίνονται άμεσα στις αλλαγές των προτιμήσεων των καταναλωτών, της συνολικής ζήτησης και των τεχνολογιών.

Ενώ όλοι οι κίνδυνοι αυτών των αλλαγών μετατοπίζονται στους εργαζόμενους.

Για παράδειγμα, η Apple απασχολεί άμεσα λιγότερο από το 10% του 1 εκατομμυρίου εργαζομένων που σχεδιάζουν, κατασκευάζουν και πωλούν iMacs και iPhones. Οι υπόλοιποι είναι «ανεξάρτητοι» εργαζόμενοι.

Αυτή η γιγαντιαία μετατόπιση κινδύνου δεν σημαίνει απαραίτητα χαμηλότερη αμοιβή. Το πρόβλημα είναι ότι οι εργαζόμενοι δεν ξέρουν πότε θα το κερδίσουν.

Η κάμψη της ζήτησης ή η ξαφνική αλλαγή στις ανάγκες των καταναλωτών ή μια ασθένεια μπορεί να καταστήσει αδύνατη την ανταπόκριση στις ανάγκες διαβίωσης.

Πρέπει λοιπόν να πάρουν ό,τι μπορούν να πάρουν, τώρα, εργαζόμενοι όσες ώρες και ημέρες απαιτούνται, οποιεσδήποτε ώρες της ημέρας κλπ.

Η ταχύτατη επέκταση της αβέβαιης εργασίας, καθιστά άνευ σημασίας πολλές ρυθμίσεις για την προστασία της εργασίας, όπως: ο ελάχιστος μισθός, τα ωράρια εργασίας, οι συλλογικές συμβάσεις, η υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων, η οικογενειακή και ιατρική άδεια και οι υπερωρίες – επειδή δεν υπάρχει σαφής «εργοδότης».

Και για τον ίδιο λόγο εξαλείφει την ασφαλιστική κάλυψη από τον εργοδότη, κοινωνική ασφάλιση, αποζημίωση εργαζομένων, παροχές και ασφάλιση υγείας που παρέχεται από τον εργοδότη.

Στο πλαίσιο αυτό, συνεπώς, όλο το δίκτυο κοινωνικής και εργασιακής ασφάλειας του κοινωνικού κράτους, που οικοδομήθηκε με βάση τις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας, καθίσταται και περισσότερο άνευ σημασίας, για τον απλό λόγο ότι συνδέεται με την κλασσική μισθωτή εργασία και τον σαφή διαχωρισμό εργοδότη και εργαζόμενου.

Οι νέες μορφές εργασίας απαιτούν νέες μορφές κοινωνικής προστασίας. Ποιες θα είναι αυτές παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.

Σε όποια όμως κατεύθυνση και να οδηγηθούν τελικά οι αλλαγές, κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα και κοινωνικοί εταίροι οφείλουν να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση που θα δημιουργηθεί.

Ένας κοινωνικός διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών, ο οποίος θα οδηγήσει όμως σε συγκεκριμένα, απτά αποτελέσματα, είναι απαραίτητος.

Τα κέρδη από την παραγωγή νέου πλούτου θα πρέπει να μοιραστούν δίκαια και όχι να συμβάλουν στη διεύρυνση των υφιστάμενων ανισοτήτων.

Για αυτό είναι αναγκαία η θεσμική παρέμβαση της πολιτείας.

Δυστυχώς όλα αυτά τα χρόνια έχουμε αφήσει τις νέες τεχνολογίες να φύγουν μπροστά χωρίς να προωθηθεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα μεγιστοποιεί τα οφέλη από αυτές και θα περιορίζει τις αρνητικές συνέπειες.

Είναι αναγκαίο να υπάρξει συντονισμένη δράση ώστε να διευρυνθεί η συμμετοχή στην οικονομία της γνώσης, σε πολλά μέτωπα, από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως το Δίκαιο του ανταγωνισμού.

Μία κρίσιμη πτυχή του νέου πολιτικού πλαισίου αφορά τη διαχείριση των δεδομένων. Οι ιδιωτικοί οργανισμοί, οι επιχειρηματικοί κολοσσοί της νέας οικονομίας, είναι πολύ ισχυροί, ενώ οι δημόσιοι θεσμοί για τη ρύθμιση της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων είναι πολύ αδύναμοι.

Η κρίσιμη παράμετρος είναι πως θα προστατεύσουμε την ιδιωτικότητα αλλά παράλληλα θα αντλούμε από τα δεδομένα τα οφέλη που μπορούν να παράγουν για την κοινωνία – για τις αστικές συγκοινωνίες, τη δημόσια υγεία, την πιο αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας κ.ο.κ.

Εξίσου σημαντικό είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες που αξιολογούν και συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων.

Στον δημόσιο τομέα, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να διέπεται από συγκεκριμένες αρχές, ώστε οι αποφάσεις των αλγόριθμων να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.

Η τεχνολογία μπορεί να λύσει πολλά προβλήματα να οδηγεί σε καλύτερη ζωή μέσω έξυπνων εφαρμογών και να βελτιστοποιήσει την κατανομή των πόρων.

Η τεχνολογία όμως από μόνη της, ερήμην της πολιτικής, δεν δίνει λύσεις, και η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται αφήνει μεγάλα περιθώρια για τεράστια λάθη.

Είναι υπερβολικά σημαντική για να την αφήσουμε στους «ειδικούς».

Κλείνω λοιπόν με το ερώτημα που έθεσα στην αρχή;

Θα συναντήσει η Ελλάδα το νέο θρίαμβο στην επόμενη δεκαετία;

Η απάντηση μου είναι εξαρτάται από την δυνατότητά και την ταχύτητα να προσαρμοστούμε στα δεδομένα που διαμορφώνει η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση.

Αλλά και πάλι αν δεν μεριμνήσουμε για τις αρνητικές συνέπειες της τότε θα έχουμε βάλει και τα θεμέλια για την συνάντηση μας με την επόμενη καταστροφή.