Ατελείς θεσμοί και ο ανθρώπινος παράγων

Άρθρο στην Καθημερινή Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Την προηγούμενη εβδομάδα ολοκληρώθηκε η θητεία του Διοικητή της ΕΚΤ  Μάριο Ντράγκι. Η αποχώρηση του κληροδοτεί στη διάδοχο του μία δέσμη παρεμβάσεων στις οποίες προχώρησε κατά τη διάρκεια της θητείας του προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα στην ευρωζώνη. Ενδεικτικά αναφέρω, μεταξύ άλλων, τη δήλωση  «whatever it takes” για την προστασία του ευρώ, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αλλά και την υιοθέτηση αρνητικών επιτοκίων.

Ασφαλώς, η διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη αποτελεί μέρος της καταστατικής εντολής που έχει η ΕΚΤ. Ωστόσο, οι επιλογές του Μάριο Ντράγκι συνεισέφεραν ταυτόχρονα και στην επιβίωση της ίδιας της Ευρωζώνης, αρμοδιότητα που εκ των πραγμάτων ανήκει στις πολιτικές της ηγεσίες. 

Οι τελευταίες, όπως φάνηκε από πρόσφατη συνέντευξη του Μ. Ντράγκι, ήταν διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν τη διάλυση της αναλαμβάνοντας το πολιτικό ρίσκο εκδίωξης μίας χώρας-μέλους της ευρωζώνης παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη δεν έχει σχετική πρόβλεψη. Η απάντηση του Μ. Ντράγκι στην προτροπή πολιτικού της ευρωζώνης να αποκόψει η ΕΚΤ τις ελληνικές τράπεζες από τη χορήγηση ρευστότητας ήταν σαφής. Η εκδίωξη χώρας-μέλους είναι πολιτική απόφαση και δεν είναι δυνατό να μεταφερθεί η ευθύνη αυτή στην ΕΚΤ.

Για να γίνει κατανοητή η βαρύτητα της απάντησης του Μ. Ντράγκι αρκεί να συγκριθεί με τη στάση του προκατόχου του Ζαν-Κλόντ Τρισέ ο οποίος με επιστολή του προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου στις 9 Απριλίου 2011 απειλούσε να αποκόψει τις ελληνικές τράπεζες από τη χορήγηση ρευστότητας στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση προχωρούσε σε «κούρεμα» το δημοσίου χρέους.

Η εμπειρία αυτή αναδεικνύει τον ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα σε συνθήκες κρίσης  και ύπαρξης ατελών θεσμών. Ειδικότερα, η κρίση του 2008-2009 ανέδειξε πόσο ατελώς δομημένο ήταν το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης που εισήγαγε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Από τα προαναφερθέντα είναι προφανής η διαφορά μεταξύ του τρόπου που αντιμετώπισε τις προκλήσεις της κρίσης ο Μ. Ντράγκι και ο Ζ.-Κλ. Τρισέ. Η ιστορία δεν γράφεται με «αν» αλλά αν ο Ντράγκι ήταν στη θέση του Τρισέ ίσως η εξέλιξη της κρίσης να είχε άλλη δυναμική με μικρότερο κόστος για την Ελλάδα που όφειλε να προχωρήσει σε γενναία δημοσιονομική προσαρμογή.

Στις αρχές του 2009, η έναρξη της ελληνικής κρίσης  έλαβε μία ολιγόμηνη αναβολή γιατί μόλις ανέβηκαν οι διαφορές στις αποδόσεις των ομολόγων των χωρών του Νότου, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Π. Σταινμπρουκ, με δήλωση του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, διαβεβαίωσε ότι θα στηριχτούν οι χώρες που τα ομόλογα τους βρίσκονται στο επίκεντρο κερδοσκοπικών επιθέσεων. Αμέσως μετά τη δήλωση του, άρχισε η αποκλιμάκωση της διαφοράς στις αποδόσεις των ομολόγων χωρών του νότου. Μήνες αργότερα, ο διάδοχος του Β. Σόιμπλε απέφυγε να κάνει ανάλογη δήλωση όταν άρχισαν να ανεβαίνουν οι διαφορές, μετά την αποκάλυψη τον Οκτώβριο του 2009 του μεγέθους του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της Ελλάδας. Αντίθετα, με τις δηλώσεις του πυροδοτούσε ακόμη περισσότερο το αρνητικό κλίμα. Στην ίδια γραμμή, ο Τρισε ουδέποτε διανοήθηκε να δηλώσει «whatever it takes”, ενώ ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους γιατί θα κινδύνευε η ευρωζώνη. Στον αντίποδα, ο Μ. Ντράγκι ήταν σύμφωνος με την περικοπή του χρέους ήδη πριν αναλάβει τα καθήκοντα του, όπως με διαβεβαίωσε ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ Β. Σόιμπλε σε συνάντηση μας τον Οκτώβριο του 2011.

Η Ευρώπη, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, υιοθέτησε αρκετές δομικές αλλαγές προκειμένου να συμπληρώσει το ατελές θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης και να διορθώσει την ελλαττωματική αρχιτεκτονική της, αλλά παραταύτα εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κενά.

Ο Μ. Ντράγκι πριν την αποχώρησή του, εν είδει παρακαταθήκης, προέτρεψε τους Ευρωπαίους ηγέτες να προχωρήσουν στην υιοθέτηση ενός ισχυρού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού προκειμένου να λειτουργεί σταθεροποιητικά σε περιπτώσεις κρίσεων και να συμπληρώνει την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη για αυτό, αν και είναι προφανές ότι η άσκηση νομισματικής πολιτικής έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της και δεν θα μπορέσει να συνδράμει αποτελεσματικά σε περίπτωση μιας νέας κρίσης. Το ερώτημα λοιπόν – και ταυτόχρονα πρόκληση – για την Κρ. Λαγκάρντ είναι αν και με ποιον τρόπο θα καλύψει τις θεσμικές ατέλειες σε μια επόμενη κρίση.