Αδύναμη η Ευρώπη μπροστά σε μια νέα κρίση

Άρθρο στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής» Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Η πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη έχει ενισχυθεί, ιδιαίτερα μετά το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος που οδηγεί στο Brexit, αλλά και την εκλογή του κ. Τραμπ ως Πρόεδρου των Η.Π.Α.

Αυτή η αβεβαιότητα αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις ότι ο κ. Ρέντσι θα είναι ο μεγάλος χαμένος του δημοψηφίσματος στην Ιταλία και επιλέξει να παραιτηθεί, όπως έχει δηλώσει.

Η αβεβαιότητα αυτή πυροδοτεί για άλλη μια φορά σενάρια σχετικά με το μέλλον και την προοπτική της ευρωζώνης. Αφορμή, οι εκτιμήσεις ότι σε περίπτωση παραίτησης του κ. Ρέντσι και διεξαγωγής εκλογών η επόμενη κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων με αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό. Μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν δυνατόν, παρά τις συνταγματικές δυσκολίες που υπάρχουν, να θέσει σε δημοψήφισμα την παραμονή της Ιταλίας στην ευρωζώνη.

Συζητήσεις για τη συνοχή της ευρωζώνης είχαν γίνει και στο παρελθόν, ιδιαίτερα δε το 2012 όταν αυξήθηκε η πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα μετά τα αποτελέσματα των εκλογών. Οι συζητήσεις αυτές οδήγησαν τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης αλλά και κυβερνήσεις να προετοιμαστούν για το ενδεχόμενο ενός Grexit, ενδεχόμενο το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε.

Αυτό, όμως, που τώρα κάνει διαφορετικά τα πράγματα, είναι ότι η Ευρώπη για πρώτη φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με το αίτημα για αποχώρηση που θα καταθέσει η Βρετανία το 2017. Σε περίπτωση πολιτικής αναταραχής στην Ιταλία, η πιθανή αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του ιταλικού χρέους από τις αγορές δεν είναι πλέον ένα εξωπραγματικό σενάριο.

Οι διαπιστώσεις αυτές μας υποχρεώνουν να αξιολογήσουμε τις επιλογές που έκανε η Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, και ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, που οδήγησε στον αναγκαστικό δανεισμό της Ελλάδας το 2010.    

Οι χώρες της Ευρώπης, και ιδιαίτερα η Γερμανία και η Γαλλία, αρνήθηκαν από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσουν τα αίτια που τροφοδότησαν την κρίση. Αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα ήταν λειτουργικό μόνο τις ηλιόλουστες ημέρες αλλά εξόχως προβληματικό σε μια απρόσμενη καταιγίδα. Επιπρόσθετα, υποτίμησαν την πολιτική σημασία της μεταστροφής της στάσης των πολιτών έναντι της Ευρώπης.

Ο ευρωσκεπτικισμός ενισχύθηκε επειδή οι πολίτες έβλεπαν αντί για πραγματική σύγκλιση χωρών και περιοχών, στασιμότητα ή πραγματική απόκλιση και έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η δογματική εμμονή στις πολιτικές λιτότητας και στις μεταρρυθμίσεις που αργούν να παράξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα κατέστησε ακόμη πιο δύσκολη την λήψη αποφάσεων στην Ευρώπη για τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές. Έτσι, ξεκινώντας από την αρχική άρνηση αντιμετώπισης του προβλήματος και πηγαίνοντας προς τις ατελέσφορες παρεμβάσεις για την επίλυση της ελληνικής κρίσης, τώρα βρίσκονται αντιμέτωπες με ότι προσπαθούσαν να αποφύγουν όλα αυτά τα χρόνια: την μεταφορά της κρίσης στην Ιταλία.  

Η εξέλιξη αυτή διαδραματίζεται σε μια κρίσιμη περίοδο για την ιταλική οικονομία, καθώς ένας σημαντικός αριθμός τραπεζών χρειάζεται κεφαλαιακή ενίσχυση.

Αν οι τράπεζες αυτές δεν καταφέρουν να προσελκύσουν τα αναγκαία κεφάλαια από την αγορά, τότε η Ιταλική κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει το νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και να κουρέψει τα τραπεζικά ομόλογα στα οποία έχουν τοποθετήσει πολλοί μικροαποταμιευτές τα χρήματά τους. Το πολιτικό κόστος για την Ιταλία θα είναι μεγάλο και θα επιδιώξει να το αποφύγει. Ωστόσο, οι επιλογές της Ιταλίας, ειδικά σε περίπτωση παραίτησης του κ. Ρέντσι, μπορεί να οδηγήσουν τις αγορές σε αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του χρέους της. Η ΕΚΤ δεν έχει απεριόριστη δυνατότητα να προστατεύσει την Ιταλία από μια αρνητική αντίδραση των αγορών.

Επομένως, ένα εύλογο ερώτημα είναι, αν οι όποιες παρεμβάσεις της Ε.Ε τα τελευταία χρόνια και νέοι μηχανισμοί αποτροπής κρίσεων ή προσφυγής για κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών επαρκούν για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Η απάντηση είναι πως, μάλλον όχι. Για αυτό έχουν αναδυθεί  και πάλι οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις για την μελλοντική συνοχή της ευρωζώνης.

Συμπερασματικά, η Ευρώπη κινδυνεύει γιατί ακόμη και μετά την κρίση δεν είχε την πολιτική βούληση για πιο τολμηρά βήματα ώστε να προστατευτεί αποτελεσματικά από μια νέα κρίση. Απέφυγε να υποστηρίξει αναπτυξιακές πολιτικές και να κερδίσει την χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών. Ίσως γιατί πίστεψε ότι με τις περιορισμένες θεσμικές αλλαγές που έκανε άφησε τα χειρότερα πίσω της. Η πραγματικότητα, όμως, δείχνει να είναι διαφορετική και σύντομα θα μάθουμε αν τα χειρότερα για την Ευρώπη αλλά και για την Ελλάδα, ως μέρος της Ευρώπης, είναι μπροστά μας.