Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ως μαμή της Ιστορίας

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Cnn.gr στις 21 Μαΐου 2020

Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης ώθησε την ΕΚΤ να ενεργοποιήσει αντισυμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής μεταξύ των οποίων και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Στο πλαίσιο του, η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα χωρών της ευρωζώνης αξίας 2,5 τρισ. ευρώ.

Γερμανοί πανεπιστημιακοί και ηγετικά στελέχη του ακροδεξιού Adf προσέφυγαν στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο για να ακυρώσουν το πρόγραμμα αυτό.

Το επιχείρημα τους είναι ότι η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης έχει βλαπτικές οικονομικές συνέπειες για τα συμφέροντα των Γερμανών πολιτών, τα οποία οφείλουν να προστατεύουν η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) και η Γερμανική Κυβέρνηση.

Είναι γνωστό ότι κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, προκειμένου να επιτευχθεί ο καταστατικός της στόχος της σταθερότητας των τιμών, επηρεάζεται και η δημοσιονομική πολιτική των χωρών της ευρωζώνης.

Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο όμως εγκαλεί την ΕΚΤ ότι προκειμένου να πετύχει τον καταστατικό της στόχο -τον μόνο ως προς τον οποίο καλείται να λογοδοτεί- παρέβλεψε τις οικονομικές συνέπειες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας. Ζητά λοιπόν εντός τριμήνου να τεκμηριωθεί ότι το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης δεν παραβιάζει την εν λόγω αρχή. Θέτει όμως έτσι υπό αίρεση την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Να υπενθυμίσουμε ότι η καταστατική ανεξαρτησία της ΕΚΤ κατοχυρώθηκε μετά από επίμονη απαίτηση της Γερμανίας κατά την περίοδο σύνταξης της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Η ΕΚΤ από τη έναρξη της λειτουργίας της και προστατευμένη από πιθανές απόπειρες παρέμβασης της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας των χωρών μελών της ευρωζώνης πέτυχε να συγκρατήσει το πληθωρισμό κάτω από το όριο του 2%.

Δεν κατάφερε όμως να την προστατέψει από τον κίνδυνο και τις συνέπειες του αποπληθωρισμού ή του πληθωρισμού που κινείται οριακά πάνω από το 0%. Επομένως δεν διασφάλισε την καταστατική της υποχρέωση σύμφωνα με τον ορισμό που οριοθέτησε η ίδια. Αυτή είναι η βάση για την εφαρμογή του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.

Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αφορά στις πρωτοβουλίες της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας. Μπορεί όμως υπό προϋποθέσεις να επηρεάσει την αποτελεσματικότητά των πρωτοβουλιών αυτών  αν οι αγορές εκτιμήσουν ότι περιορίζονται οι βαθμοί ελευθερίας της ΕΚΤ στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

Αποφάσεις ανάλογες με αυτήν της ΕΚΤ για την κρίση πανδημίας πήραν κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Η μεγάλη διαφορά της ΕΕ σε σχέση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα και η Ιαπωνία είναι ότι στην περίπτωση των χωρών αυτών η νομισματική πολιτική συγχρονίστηκε με τη δημοσιονομική πολιτική. Ο συγχρονισμός αυτός εκτιμάται ότι θα μετριάσει το μέγεθος της ύφεσης στις χώρες αυτές.

Αντίθετα, η ΕΕ, επειδή δεν είναι ομοσπονδιακό κράτος, ούτε έχει στη διάθεση της ισχυρό προϋπολογισμό στηρίχτηκε δυσανάλογα στις πρωτοβουλίες της ΕΚΤ. Οι εθνικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν συγχρονίστηκαν με αυτές της ΕΚΤ. Ούτε υπήρξαν αντιπροσωπευτικές του μεγέθους των εθνικών οικονομιών αφού δεν είχαν όλες οι χώρες τον ίδιο δημοσιονομικό χώρο διαθέσιμο. Η απουσία ενός ισχυρού ενωσιακού προυπολογισμού περιορίζει δραστικά την αποτελεσματικότητα της αντίδρασης της ΕΕ.

Ταυτόχρονα τροφοδοτεί έναν ευρωσκεπτικισμό, ιδιαίτερα στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από τις συνέπειες της συμμετρικής κρίσης που απειλεί και υπονομεύει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Αν θέλουμε λοιπόν η ΕΕ να συνεχίσει να υπάρχει και να μετεξελιχθεί σε μια ισχυρή οντότητα που θα στέκεται ισάξια απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα θα πρέπει να κάνει όχι βήματα, αλλά άλματα. Να ισχυροποιηθεί ο ενωσιακός προϋπολογισμός, να εκδίδει ομόλογα, και να έχει τα δικά της φορολογικά έσοδα. Αυτές είναι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν τώρα από τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών της ΕΕ αν πραγματικά προσβλέπουμε σε μια ισχυρή Ευρώπη με ευημερία προς όφελος των πολιτών της.

Η πρόταση για ένα προσωρινό Ταμείο Ανάκαμψης με κεφάλαια ύψους 500 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης που ανακοίνωσαν πρόσφατα οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.

Ίσως η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να οδήγησε στην απόφαση αυτή καθώς γίνεται πλέον αντιληπτό ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν αρκεί. Οι ιστορικοί του μέλλοντος μπορεί να χαρακτηρίσουν την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού δικαστηρίου ως μαμή της ιστορίας. Γιατί, για πρώτη φορά, με την πρόταση αυτή, η Γερμανία δέχεται την ανάγκη για μεταβιβάσεις και όχι δάνεια για τη στήριξη των χωρών που χτυπήθηκαν περισσότερο. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει και το σταθεροποιητικό ρόλο του ενωσιακού προϋπολογισμού ως σταθεροποιητικού μηχανισμού για την οικονομία της ΕΕ. Η πρόταση αυτή διευκολύνει το έργο της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης πανδημίας, αλλά δεν την απαλλάσσει από τη συνέχιση του προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των χωρών με υψηλό δημόσιο χρέος.

Μια ισχυρή ΕΕ προϋποθέτει διαφανείς κανόνες χωρίς αμφισημίες που τους σέβονται όλοι. Αυτό αφορά νομοθέτες, κυβερνήσεις και εθνικές δικαστικές αρχές. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να καταλήξουμε σε μια Ευρώπη όπου αντί για τον κανόνα της φάρμας των ζώων του Τζόρτζ Όργουελ «όλα τα ζώα είναι ίσα» θα κυριαρχήσει ο κανόνας «όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα» Όμως μια τέτοια ΕΕ, δεν είναι δίκαιη, είναι χωρίς προοπτική. Διακινδυνεύει να τεθεί εκ νέου σε αμφισβήτηση η ωφελιμότητα συμμετοχής σε αυτήν.