Φορολογική δικαιοσύνη τώρα

Άρθρο  που δημοσιεύτηκε στο ΑΠΕ 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ, ήταν οριακά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Eυρωζώνης. Η πρόωρη εκδήλωση του δεύτερου κύματος της κρίσης πανδημίας στην Ελλάδα θα ανατρέψει εκ νέου τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης για ύφεση 8% το 2020 και μπορεί να φτάσει ή να υπερβεί το 10%.

Οι συνέπειες της κρίσης στην απασχόληση θα αποτυπωθούν με την επικείμενη λήξη των προγραμμάτων τα οποία έχουν ως στόχο την προστασία των θέσεων εργασίας. Ακόμη και αν παραταθούν κάποια από τα προγράμματα οι επιχειρήσεις θα προχωρήσουν σε απολύσεις. Ειδικά στους κλάδους που έχουν θιγεί περισσότερο, καθώς εκτιμάται ότι η ζήτηση δεν θα επανέλθει σύντομα στα προ κρίσης επίπεδα. Οι καταναλωτές μελλοντικά θα είναι πιο διστακτικοί εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας και αυτό θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν και τα επενδυτικά τους σχέδια.

Η βαθιά αυτή ύφεση, η μεγαλύτερη στην μεταπολεμική ιστορία, δεν αφορά αποκλειστικά την ελληνική οικονομία: είναι παγκόσμια. Αν κάτι χαρακτηρίζει την κρίση πανδημίας είναι ότι αν και συμμετρική – με την έννοια ότι χτύπησε όλες τις οικονομίες του πλανήτη – έχει ασύμμετρες συνέπειες για κάθε μια από αυτές. Αυτό που προβληματίζει είναι η εκτίμηση ότι η πορεία αναπλήρωσης των απωλειών στο ΑΕΠ και στην απασχόληση του 2020 στην Ελλάδα θα είναι πιο αργή σε σύγκριση με τις άλλες οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου. Αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων: του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου, των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας όπως η μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό, της ύπαρξης πολλών μικρών επιχειρήσεων αλλά και των προβλημάτων που μας κληροδότησε η προηγούμενη κρίση.

Με μια πιο ισχυρή δημοσιονομική παρέμβαση θα μετριάζονταν οι συνέπειες της ύφεσης και θα διασφαλίζονταν η ταχύτερη επανεκκίνηση της οικονομίας. Παρά την αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2020 και όπως εκτιμάται και το 2021 η Ελλάδα με το υψηλό δημόσιο χρέος δεν έχει το περιθώριο για μεγάλες δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Κάποια στιγμή οι κανόνες θα τεθούν εκ νέου σε ισχύ. Επιπρόσθετα, οι εξελίξεις στις σχέσεις με την Τουρκία οδηγούν σε αύξηση αμυντικών δαπανών και περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού χώρου.

Με βάση λοιπόν αυτούς τους περιορισμούς έχει πολύ μεγάλη σημασία ποια μέτρα παρέμβασης προκρίθηκαν από την κυβέρνηση και αν επιλέχτηκαν με γνώμονα την πολλαπλασιαστική τους επίδραση στην οικονομία ή με πελατειακά κριτήρια. Με σωστή επιλογή των μέτρων με τα ίδια ποσά θα μπορούσαμε να πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα, να επιταχύνουμε την αναπλήρωση των απωλειών στο ΑΕΠ.

Στο προϋπολογισμό που καταρτίζεται για το 2021 πέρα από την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων πρέπει να προχωρήσουν οι αναγκαίες φορολογικές ελαφρύνσεις στο εισόδημα από την εργασία το οποίο υπερφορολογείται. Αυτές μπορούν να εξισορροπηθούν από την αύξηση φορολογίας του κεφαλαίου. Μία πρόταση που κερδίζει έδαφος στον διάλογο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης πανδημίας είναι η εισαγωγή του φόρου πλούτου.

Ιδιαίτερη σημασία για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας έχουν οι επιχορηγήσεις που θα λάβει η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι πόροι αυτοί μαζί με εκείνους του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία στη χώρα να ξεπεράσει την κρίση γρηγορότερα και να μετασχηματιστεί. Όλα αυτά υπό δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι θα γίνει σωστή αξιοποίηση των πόρων και δεν θα καταλήξουν σε λάθος σχέδια με μόνο γνώμονα την συντήρηση της εκλογικής πελατείας της κυβέρνησης. Κάτι που συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν. Δεύτερον, ότι θα προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές στην παιδεία, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, λειτουργία ανεξάρτητων αρχών που θα διευκολύνουν τον μετασχηματισμό της οικονομίας.

Οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες για να περάσουμε σε ένα κράτος πιο λειτουργικό, πιο αποτελεσματικό. Η κρίση πανδημίας οδηγεί σε επαναπροσδιορισμό του ρόλου του κράτους καθώς οι πολίτες έχουν αυξημένες προσδοκίες. Μελλοντικά θα διεκδικήσουν ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες υγείας, ασφάλεια στη διατροφή, στις μετακινήσεις και στο εργασιακό τους περιβάλλον, στήριξη όταν βρίσκονται χωρίς δουλειά ή υποχρεώνονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης.

Οι πόροι που θα έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιηθούν σε μεγάλα έργα υποδομής, στη στήριξη βιώσιμων και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων όπως και νεοφυών επιχειρήσεων που θα επιταχύνουν το μετασχηματισμό της οικονομίας και θα δημιουργούν νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας. Έτσι η ελληνική οικονομία θα γίνει πιο ψηφιακή, πράσινη, ισόρροπη και ανθεκτική σε μελλοντικές κρίσεις.

Όλα αυτά καθιστούν αναγκαία τη σύνταξη ενός εθνικού σχεδίου που θα είναι το αποτέλεσμα διαλόγου της κυβέρνησης με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την κοινωνία. Η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλουν να κατανοήσουν ότι με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία δεν έχουμε το περιθώριο για προσχηματικές αντιπαραθέσεις. Χάσαμε μια δεκαετία. Αν δεν υπάρξει συνεννόηση για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, το κόστος για τη χώρα και τους πολίτες, ειδικά τις νεότερες γενιές, θα είναι μεγάλο. Κινδυνεύουμε με νέα μαζική έξοδο από τη χώρα ικανών ανθρώπων αντί για επιστροφή αυτών που ήδη έφυγαν προκειμένου να συνεισφέρουν στην ανασυγκρότησή της. Τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να χάσουμε άλλη μια δεκαετία με απρόβλεπτες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.