Η ελληνική οικονομία μετά την κρίση πανδημίας

Άρθρο στο Περιοδικό Επιχειρείν 2020

Η συζήτηση για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας, πριν την εκδήλωση της κρίσης πανδημίας, επικεντρώνονταν γύρω από το ερώτημα ποιες πολιτικές μπορούν να εξασφαλίσουν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 2,5%-3%. Με αυτό το ρυθμό ανάπτυξης τίθεται υπό έλεγχο η δυναμική του δημόσιου χρέους, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας ώστε να μειωθεί η ανεργία, δίνεται η ευκαιρία σε όσους είχαν φύγει στο εξωτερικό να επιστρέψουν στην Ελλάδα και διασφαλίζονται  πόροι για να στηριχτούν όσοι χτυπήθηκαν από την κρίση.

Ο στόχος αυτός κρίνονταν ως ιδιαίτερα φιλόδοξος. Οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούσαν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα κινείται μεταξύ 1%-1,25%. Η απαισιόδοξη αυτή εκτίμηση  λάμβανε υπόψη τη δεκαετή αποεπένδυση, το δημογραφικό πρόβλημα, τη φυγή στο εξωτερικό πολλών εργαζομένων υψηλής παραγωγικότητας καθώς και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.

Η κρίση πανδημίας άλλαξε το πλαίσιο της συζήτησης για την επόμενη ημέρα της οικονομίας. Η κυβέρνηση ορθά έδωσε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης προκειμένου να προστατευτεί η υγεία των πολιτών. Τα ζητήματα της οικονομίας παρέμειναν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης αλλά εκ των πραγμάτων η έμφαση  μετατοπίστηκε στα άμεσα ζητήματα της προστασίας θέσεων εργασίας, στήριξης όσων βρέθηκαν σε διαθεσιμότητα ή άνεργοι και ενίσχυσης των επιχειρήσεων.

Με βάση τα προαναφερθέντα δυο είναι τα κρίσιμα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα της οικονομίας. Πότε η χώρα θα ανακτήσει τις απώλειες από την κρίση πανδημίας σε ΑΕΠ και θέσεις εργασίας. Αν υπάρχει προοπτική για γρήγορη επανεκκίνηση και αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Η κυβέρνηση αρχικά είχε υποστηρίξει ότι με τα μέτρα που ανακοίνωσε η ύφεση το 2020 θα έφτανε στο 4,7%. Εκ των υστέρων και χωρίς να εξηγήσει τι άλλαξε -αν δηλαδή τα μέτρα που πήρε τελικά δεν ήταν επαρκή ή τα κατάλληλα- αναθεώρησε την εκτίμησή της στο προσχέδιο του προϋπολογισμού στο 8,2%. Ενώ για το 2021 εκτιμά ανάπτυξη 7,5%. Αυτό σημαίνει ότι -κατά την εκτίμηση της- την επόμενη χρονιά θα καλυφθεί σχεδόν το σύνολο των απωλειών του 2020. Είναι μια εκτίμηση που στηρίζεται σε δύο υποθέσεις. Η πρώτη υπόθεση είναι ότι η κρίση πανδημίας δεν θα επηρεάσει προς το χειρότερο την επίδοση του τελευταίου τριμήνου του 2020 και οι επιπτώσεις της θα εξαλειφθούν μέχρι το τέλος της Άνοιξης του 2021. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι η χώρα θα απορροφήσει έγκαιρα κατ’ ελάχιστο 4,5 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης με αποτέλεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης το 2021 να ενισχυθεί επιπρόσθετα κατά 2% από αυτό και μόνο.

Σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας όπως οι παρούσες η πραγματοποίηση αξιόπιστων εκτιμήσεων είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για αυτό οι αποκλίσεις μεταξύ προβλέψεων και πραγματοποιήσεων μπορεί να ξεφύγουν περισσότερο από ότι συνήθως. Όμως οι δυο υποθέσεις στις οποίες εδράζεται η πρόβλεψη της κυβέρνησης για αύξηση του ΑΕΠ κατά 7,5%, με βάση την πορεία την πανδημίας αλλά και την εμπειρία από την εκταμίευση πόρων των πολυετών δημοσιονομικών πλαισίων δύσκολα θα επιβεβαιωθούν. Επιπρόσθετα, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν έχει αντιμετωπιστεί με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην έχουν την δυνατότητα να συνεισφέρουν στο βαθμό που είναι αναγκαίο στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι αυτό που εκτιμά ότι πλησιάζοντας προς το τέλος του 2022 η χώρα θα επιστρέψει εκεί που ήταν το 2019. Σε ότι αφορά την ανεργία η κυβέρνηση προβλέπει να κορυφώνεται το 2020 στο 18,6% και από το 2021 να αρχίζει η αποκλιμάκωση.

Η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και το ποσό των επιχορηγήσεων που δικαιούται η Ελλάδα δημιουργεί μια δυνατότητα για  αναδιάρθρωση της οικονομίας, την τόνωση της ανθεκτικότητας της και την ενίσχυση της δυναμικής της. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η χώρα θα καταφέρει να απορροφήσει το σύνολο των επιχορηγήσεων και να τις αξιοποιήσει σε επενδυτικά σχέδια με το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα, να προχωρήσει όλες τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην δημόσια διοίκηση, παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές. Στόχος η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και η μείωση των ανισοτήτων.

Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση αλλά και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τους κοινωνικούς εταίρους. Η ορθή αξιοποίηση των επιχορηγήσεων προϋποθέτει ουσιαστικό δημόσιο διάλογο. Το Κίνημα Αλλαγής έχει καταθέσει τις προτάσεις του για το πώς πρέπει να αξιοποιηθούν οι επιχορηγήσεις. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης πρέπει να κατευθυνθούν σε δράσεις συμβατές με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ (μετάβαση στην πράσινη οικονομία, ψηφιοποίηση) και να ενισχύουν την εξωστρέφεια και ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Το Κίνημα Αλλαγής προτείνει μερική κατανομή των πόρων προς βιώσιμες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και προγράμματα στήριξης εργαζομένων σε τομείς της οικονομίας που χτυπήθηκαν από την κρίση. Ο κύριος όγκος όμως των πόρων πρέπει να κατευθυνθεί σε υποδομές που έμειναν πίσω εξαιτίας των περικοπών στα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής. Επενδύσεις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και πλήρη ψηφιοποίηση του κράτους, υποδομές ευρυζωνικότητας, προετοιμασία για τις αλλαγές που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη. Χρηματοδότηση δράσεων σε τομείς αιχμής για την μεταποίηση με υψηλή προστιθέμενη αξία. Ενίσχυση ΑΠΕ. Στήριξη περιοχών που θα επηρεαστούν από την απολιγνιτοποίηση. Ανακύκλωση απορριμμάτων. Αύξηση της χρηματοδότησης του ΕΣΥ. Επενδύσεις στην παιδεία με ιδιαίτερη έμφαση στο ψηφιακό σχολείο, τις ψηφιακές υποδομές των ΑΕΙ την συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση και την παροχή πλήρους προσχολικής εκπαίδευσης. Τέλος να εκσυγχρονισθούν αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικό δίκτυο και να ολοκληρωθούν οι μεγάλοι οδικοί άξονες.

Η χώρα μετά από μια χαμένη δεκαετία έχει μια ευκαιρία την οποία δεν πρέπει να χάσει. Με αυτή θα αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που μας κληροδότησε η προηγούμενη κρίση. Τώρα που είναι σε έξαρση τα εθνικά θέματα μια ισχυρή οικονομία είναι προϋπόθεση για να υπερασπιστούμε με επιτυχία τα συμφέροντα μας. Ο κίνδυνος είναι να επιλεγούν από την κυβέρνηση δράσεις με πελατειακά κριτήρια και να χαθεί η ευκαιρία για σταθερή ανάκαμψη και ευημερία.