Η Ελληνική Οικονομία μετά την Κρίση ως Βράχος του Σίσυφου

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Ηλεκτρονικό Περιοδικό «Βουλή επί του Περιστυλίου» Τεύχος 9, 16 Δεκεμβρίου 2020

Η Ελλάδα τα αμέσως επόμενα χρόνια θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις στην οικονομία, στα εθνικά ζητήματα στη ΝΑ Μεσόγειο, την προετοιμασία για την κλιματική αλλαγή και την τεχνητή νοημοσύνη, το μεταναστευτικό και προσφυγικό ρεύμα. Τις προκλήσεις αυτές καλείται να τις αντιμετωπίσει υπό το βάρος της κληρονομιάς της κρίσης του 2009 και της πανδημίας.

Η χώρα, σε ότι αφορά τους οικονομικούς δείκτες, την τελευταία δεκαετία αποκλίνει συστηματικά από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το κατά κεφαλήν εισόδημα υπολείπεται του αντίστοιχου χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν στην ΕΕ μόλις πριν από μια δεκαπενταετία. Η ανεργία -η υψηλότερη στην Ευρώπη- έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να περιλαμβάνει κατά τα 3/4 μακροχρόνια άνεργους. Το δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 209% του ΑΕΠ και είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε.

Με αυτά τα δεδομένα και με μια κοινωνία εξαντλημένη από την δεκαετή κρίση το βασικό ζητούμενο για τη χώρα είναι να διασφαλιστεί η επανεκκίνηση της οικονομίας και να προχωρήσει η αναδιάρθρωση της. Το διεθνές μακροοικονομικό/χρηματοοικονομικό περιβάλλον τουλάχιστον για το 2021 θα είναι ευνοϊκό. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει την πολιτική της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν χαμηλά και θα συνεχίσει να προσφέρει φθηνή ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Η πρόκληση είναι πως η ρευστότητα αυτή θα φτάσει στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες είναι πιο ευάλωτες στην κρίση πανδημίας. Η δημοσιονομική πολιτική και το 2021 θα είναι απαλλαγμένη από το βάρος της επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Η πρόκληση για μετά το 2021 είναι να διασφαλίσει η κυβέρνηση ότι θα αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες στην ΕΕ και θα στοχεύουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1%-1,5% του ΑΕΠ.

Σε ότι αφορά την αναδιάρθρωση της οικονομίας κρίσιμος θα είναι ο ρόλος των επιχορηγήσεων και των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Με τους πόρους αυτούς και υπό την πολύ αυστηρή προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θα τους κατευθύνει ώστε να χρηματοδοτήσουν μεταξύ πολλών ανταγωνιστικών προτάσεων εκείνες που θα έχουν το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, η οικονομία θα γίνει πιο ψηφιακή, πιο πράσινη και πιο ανθεκτική. Το κριτήριο αξιολόγησης για την αξιοποίηση των δανείων θα πρέπει να είναι ακόμη πιο αυστηρό δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά θα επιστραφούν στην Ε.Ε. Αν τα δάνεια χρησιμοποιηθούν για την κεφαλαιακή ενίσχυση των επιχειρήσεων πρέπει το δημόσιο με τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο τους να εξασφαλίσει ότι θα τα πάρει πίσω και δεν θα χαθούν, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος. Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι η αξιοποίηση των πόρων θα συνδυαστεί με ένα ευρύ πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών, που έχουν καθυστερήσει πολλά χρόνια, στην παιδεία, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση και τις ανεξάρτητες αρχές.

Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι πως η οικονομία θα γίνει πιο συνεκτική. Αυτό δεν θα συμβεί αν η κυβέρνηση υιοθετεί τη λογική των οικονομικών της προς τα κάτω διάχυσης. Θεωρία που υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη από μόνη της μπορεί να διαχύσει το νέο παραγόμενο πλούτο σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σε όλες τις περιοχές της χώρας. Η εμπειρία της τελευταίας τριακονταετίας έχει πλέον δείξει ότι ο νέος πλούτος που παράγεται παγκόσμια δεν αφορά όλους τους πολίτες και για το λόγο αυτό αυξήθηκαν οι ανισότητες υπέρμετρα.

Το Κίνημα Αλλαγής μετά την εμπειρία του 2010 γνωρίζει ότι η επιτυχία στην αντιμετώπιση των μεγάλων αυτών προκλήσεων προϋποθέτει ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις. Παρουσίασε τις θέσεις του για την ορθή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Επισημαίνουμε ότι δεν αρκεί ο στόχος για αύξηση της απασχόλησης. Είναι απαραίτητο να υιοθετηθεί ο στόχος της πλήρους απασχόλησης. Για αυτό πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα αντιμετώπισης της μακροχρόνιας ανεργίας. Είναι ανάγκη να ελαφρυνθεί η φορολογία μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων και να αξιολογηθεί η πρόταση για εισαγωγή του φόρου καθαρού πλούτου ως μέσου μείωσης των ανισοτήτων αλλά και δημιουργίας δημοσιονομικού χώρου. Για να αναλάβουν οι τράπεζες τον αναπτυξιακό τους ρόλο στην οικονομία θα πρέπει -σε περίπτωση που δεν προχωρήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο- να προχωρήσει η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδας για δημιουργία «κακής» τράπεζας. Εναλλακτικά να ενισχυθεί περαιτέρω ο Ηρακλής με εξεύρεση παράλληλης λύσης για την αναβαλλόμενη φορολογία.

Η χώρα για να βγει από το αδιέξοδο της παρατεταμένης κρίσης έχει ανάγκη από ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αλλά και αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων για να αναπληρωθεί ο παραγωγικός ιστός που καταστράφηκε την τελευταία δεκαετία της αποεπένδυσης. Για αυτό είναι αναγκαίο ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο φορολογίας αλλά και μια δικαιοσύνη που εκδίδει γρήγορα τις αποφάσεις της.

Το 2010 είχαμε μια ευκαιρία να διορθώσουμε πολλά από τα λάθη που μας οδήγησαν στην κατάρρευση του 2008-2009. Τότε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν συναίνεσαν στην προώθηση των αναγκαίων αλλαγών. Πρόταξαν το κομματικό συμφέρον από την ανάγκη να ξεπεράσουμε την κρίση με μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Μετά την κρίση πανδημίας, η Ελλάδα ως Σίσυφος καλείται για άλλη μια φορά να ανεβάσει το βράχο της ελληνικής οικονομίας στην κορυφή. Με τη διαφορά ότι τώρα είναι βαρύτερος γιατί η προηγούμενη κρίση μας άφησε βαριά κληρονομιά καθώς δεν προχωρήσαμε αναγκαίες αλλαγές. Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί η ευκαιρία που μας δίνουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Γιατί τότε στην επόμενη κρίση ο βράχος θα είναι ακόμη πιο βαρύς -όπως αναφέρει ο Τ. Γιαννίτσης στο τελευταίο βιβλίο του- και ο Σίσυφος δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρει να τον ανεβάσει στην κορυφή με ότι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία, τα εθνικά ζητήματα και την πολιτική σταθερότητα.