Με ποιους δημοσιονομικούς κανόνες η επανεκκίνηση της οικονομίας μας;

Άρθρο που αναρτήθηκε στο LIBERAL στις 16 Φεβρουαρίου 2021

Η κρίση πανδημίας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της -μια υγειονομική κρίση με επιπτώσεις στην οικονομία που θα υπερβούν τον χρονικό ορίζοντα της υγειονομικής μάχης- υποχρέωσε την ΕΕ να επανεξετάσει και να αναθεωρήσει τη στάση της σε πολλά ζητήματα. Μεταξύ άλλων αποφάσισε την αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2020 και το 2021.

Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία στις χώρες της να προχωρήσουν σε δημοσιονομικές παρεμβάσεις για να περιορίσουν την ύφεση, τις συνέπειες στη απασχόληση και να στηρίξουν όσους χτυπήθηκαν δυσανάλογα από την κρίση. Το συνδυαστικό αποτέλεσμα όμως της βαθιάς ύφεσης και της αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων οδήγησαν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στα 210% του ΑΕΠ και της Ιταλίας στο 160%.

Στην ΕΕ έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το αν πρέπει να συνεχιστούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Αν ναι σε τι έκταση; H έκρηξη δημόσιου χρέους και εταιρικών δανείων που έχουν κρατική εγγύηση θα πρέπει να καθορίσει τη στάση της στο ζήτημα της ακολουθητέας δημοσιονομικής πολιτικής των επόμενων χρόνων; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά μπορεί να μην επηρεάζει  επί του παρόντος τη στάση των αγορών έναντι χωρών με μεγάλο δημόσιο χρέος αλλά μπορεί κάποια στιγμή να αναθεωρήσουν τη στάση τους.

Η συζήτηση αυτή γίνεται ενώ δημοσιοποιήθηκαν οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΕ για την πορεία των οικονομιών των χωρών μελών. Σύμφωνα με αυτές η ύφεση το 2020 δεν ήταν τελικά τόσο βαθιά όσο είχε προβλεφθεί αρχικά. Η επιστροφή του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019 θα γίνει στα μέσα του 2022. Κάποιες χώρες όμως θα περιμένουν για την επιστροφή μέχρι το 2023. Την ώρα λοιπόν που οι χώρες θέτουν ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και την επανεκκίνηση των οικονομιών τους τίθεται το ερώτημα αν είναι κατάλληλη η στιγμή να προχωρήσει η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων και προς ποια κατεύθυνση.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι προτάσεις της ΕΕ θα λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα που διαμορφώνονται μετά την κρίση πανδημίας. Για παράδειγμα πόσο ρεαλιστικό είναι να διατηρηθεί ο κανόνας που ορίζει ότι χώρες με χρέος πάνω από το όριο του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει ετησίως να μειώνουν το χρέος κατά το 1/20 της απόστασης από το όριο αυτό. Πρακτικά στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό θα σήμαινε ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται ετησίως κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες. Ένα σημαντικό μέρος της μείωσης αυτής θα προκύπτει από τη δημοσιονομική προσαρμογή. Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό για τα επόμενα χρόνια και πως ακριβώς θα βοηθήσει στην επανεκκίνηση της ελληνικής ή της Ιταλικής οικονομίας που έχει αντίστοιχο πρόβλημα; Επιπρόσθετα, ο κανόνας αυτός όπως φάνηκε από την εμπειρία μετά την κρίση του 2009-2012 δεν πέτυχε να εξασφαλίσει ουσιαστική μείωση του δημόσιου χρέους στην ΕΕ την περίοδο μέχρι το 2019.

Η μείωση του λόγου του χρέους θα επιταχυνθεί αν εξασφαλιστούν υψηλοί ρυθμοί ονομαστικής ανάπτυξης. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε στους παλαιούς δημοσιονομικούς κανόνες που θα οδηγήσουν πρόωρα σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Είναι έτοιμες οι χώρες του Βορρά και ιδιαίτερα οι «φειδωλοί» και η Γερμανία να δεχτούν αλλαγές προς μια κατεύθυνση που θα διευκολύνουν την επανεκκίνηση των οικονομιών χωρίς πρόωρη μετάβαση σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική;

Στη Γερμανία ξέσπασε ταραχή στο εσωτερικό των Χριστιανοδημοκρατών όταν στενός συνεργάτης της κ. Μέρκελ πρότεινε τη συνταγματική τροποποίηση του γερμανικού κανόνα για τον έλεγχο του χρέους. O νεοεκλεγμένος αρχηγός του κόμματος έσπευσε να καταδικάσει την εισήγηση αυτή ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται επιλογές από τις οποίες θα προκύπτει ότι η Γερμανία μόνο κατ’ όνομα θα εφαρμόζει τον κανόνα τα επόμενα χρόνια. Το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών εταίρων από τη μια πλευρά και των Πράσινων και Σοσιαλδημοκρατών από την άλλη.

Επομένως είναι πιο πιθανό η συζήτηση για τους δημοσιονομικούς κανόνες να μετατεθεί για μετά τον Σεπτέμβριο όταν θα έχουν πλέον διεξαχθεί εκλογές και θα έχει προκύψει ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία. Οι Γερμανοί και οι «φειδωλοί» καλούνται να συνειδητοποιήσουν ότι οι συνθήκες στην ΕΕ άλλαξαν ριζικά σε σχέση με τη δεκαετία του 1990 αλλά ακόμη και σε σχέση με αυτές μετά την κρίση του 2010-2012. Η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων επείγει και πρέπει να γίνει στη βάση της εμπειρίας από την εφαρμογή τους αλλά και των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί μετά την κρίση πανδημίας.

Ο Μ. Ντράγκι από τη θέση του Πρωθυπουργού της Ιταλίας αναμένεται να έχει καθοριστική -θετική για τις χώρες του νότου-συμβολή στην κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η αναθεώρηση των κανόνων. Με την προηγούμενη ιδιότητα του διοικητή της ΕΚΤ είχε αναδείξει τη σημασία της δημοσιονομικής πολιτικής και τα οφέλη από τις συνέργειες με τη  νομισματική πολιτική σε συνθήκες όπως αυτές της κρίσης πανδημίας. Είχε μάλιστα προτείνει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σταθεροποιητικού μηχανισμού. Για να προχωρήσουν αυτές οι προτάσεις στην ΕΕ, ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα προκύψει μετά τις εκλογές στη Γερμανία θα πρέπει να αναδείξει στη Καγκελαρία μια προσωπικότητα με ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Ώστε να πείσει τους επιφυλακτικούς πολίτες της Γερμανίας για τις αναγκαίες αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες.

Αν τελικά μετατεθεί χρονικά η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων τότε θα πρέπει έγκαιρα να αποφασιστεί και η αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας το 2022. Έτσι θα διασφαλιστεί η επιτάχυνση της πορείας ανάκαμψης των οικονομιών της ευρωζώνης και η αποκατάσταση των μεγάλων προβλημάτων που θα μας κληροδοτήσει η κρίση πανδημίας.