Είναι «κολοβός» ο νέος δικομματισμός;

Άρθρο που αναρτήθηκε στο News247 στις 18-4-2021

Στις εκλογές του 2012 είχαμε μια αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική σκηνή της χώρας μετά από μια 40χρονη πορεία δικομματικού διπολισμού όπου ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην ρευστή πολιτικά συγκυρία των αρχών του 2012 κατάφερε να κερδίσει ένα κρίσιμο τμήμα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ -η άλλη επιλογή τους εκείνη την περίοδο ήταν η ΔΗΜΑΡ- που αποφάσισαν να μετακινηθούν πολιτικά και αναζητούσαν νέα πολιτική στέγη. Χρειάστηκαν επτά χρόνια κυβερνήσεων συνεργασίας για να επιστρέψουμε το 2019 σε ένα τοπίο που έχει μια αναλογία με τον δικομματισμό. Η ΝΔ παρά τη μεγάλη πολιτική ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας το 2009, κατάφερε να κερδίσει αυτοδυναμία στις εκλογές του Ιουλίου 2019 λαμβάνοντας 39,9%. Αντίπαλος της στην αξιωματική αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος πήρε 31,5%.

Δυο χρόνια μετά τις εκλογές και παρά τα υγειονομικά και οικονομικά προβλήματα που έφερε η κρίση πανδημίας, σε μια κοινωνία κουρασμένη και απελπισμένη από τις συνέπειες της προηγούμενης κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα μπορεί να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική αυτοδύναμη κυβερνητική πρόταση. Αυτό δεν το εξασφάλισε ούτε όταν ήταν στην ανοδική του πορεία μετά το δημοψήφισμα του 2015 παρά το γεγονός ότι συσπείρωσε το πρωτοφανές 61,3% πίσω από την πρόταση του για όχι στο σχέδιο συμφωνίας που πρότειναν οι θεσμοί. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 έθεσε σε εφαρμογή τη συμφωνία που είχαν απορρίψει στο δημοψήφισμα οι πολίτες -σε συγκυβέρνηση με την εθνικιστική λαϊκίστικη δεξιά του Πάνου Καμμένου- απογοητεύοντας ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του που πίστεψαν στην υπόσχεσή του ότι είναι έτοιμος για ρήξη με την Ευρώπη.

Πολλοί  υποστηρίζουν ότι στις εκλογές του 2019 διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις ενός νέου δικομματικού διπολισμού που ήρθε για να μείνει μέχρι την επόμενη αλλαγή παραδείγματος. Παραβλέπουν όμως ότι στην προηγούμενη φάση του τα δύο κόμματα ποτέ δεν συγκέντρωσαν κάτω από 82%-85%% ενώ τώρα μετά βίας συγκέντρωσαν 71,3%. Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ενισχυθεί μελλοντικά αυτός ο διπολισμός στα πρότυπα του παρελθόντος το πιο πιθανό είναι ότι αυτό δεν θα συμβεί.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κοινωνικές αναφορές, ούτε την οργανωτική υποδομή κόμματος που θα συσπειρώσει και θα κινητοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις ώστε να συγκροτήσει μια πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία όπως αυτή που συγκρότησε το ΠΑΣΟΚ. Μετά το αντιμνημόνιο δεν μπορεί να διατυπώσει μια θετική πολιτική πρόταση -που να μην συνιστά άρνηση- για να εξασφαλίσει πλειοψηφική αποδοχή. Παρά το γεγονός ότι είναι δύο σχεδόν χρόνια απαλλαγμένος από κυβερνητικά καθήκοντα και δεσμεύσεις δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις για την πολιτική του ταυτότητα. Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και η εμμονή πολλών στελεχών του σε ένα αδιέξοδο αριστερισμό εμποδίζει το μετασχηματισμό του σε ένα κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Στόχο που προφανώς δεν συμμερίζονται πολλοί στο εσωτερικό του. Έτσι, στα περισσότερα ζητήματα που ανακύπτουν στην καθημερινότητα, η ρητορική του απέχει από τις θέσεις μιας πολιτικής ταυτότητας που κατά την εκτίμηση της ηγεσίας του θα τον ξανακάνει νικητή στις εκλογές.

Όταν λοιπόν κάποια στιγμή μελλοντικά εξανεμιστεί  η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ,  ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να φέρει ένα ποσοστό μεγαλύτερο από τη ΝΔ αλλά όχι αυτό που απαιτείται για να συγκροτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώνει στην άρνηση αλλά δύσκολα θα εξασφαλίσει ψήφο θετική στις προτάσεις του. Για το διάστημα λοιπόν που παραμένει κυρίαρχη πολιτικά η ΝΔ θα έχουμε ένα κολοβό δικομματισμό και μια κολοβή κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά όταν επαναλαμβάνεται αυτό γίνεται ως φάρσα. Μπορεί να μην είναι δόκιμη η σύγκριση της παρούσας συγκυρίας με την περίοδο 1952-1963 όταν ο Ελληνικός Συναγερμός και στη συνέχεια η ΕΡΕ δεν είχαν τον φόβο να χάσουν τις εκλογές ελλείψει αξιόπιστου πολιτικού αντιπάλου. Η δημοκρατία όμως για να λειτουργήσει αποτελεσματικά προϋποθέτει είτε κόμματα μεσαίου και μικρού μεγέθους με διάθεση για συναινέσεις και συνεργασία είτε τον δικομματισμό που γνωρίσαμε την περίοδο 1977-2012. Η πρώτη επιλογή είναι ξένη στην ελληνική πολιτική κουλτούρα όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα. Η δεύτερη πάλι δεν είναι εφικτή γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο που είχε το ΠΑΣΟΚ. Ο κίνδυνος για την χώρα είναι ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα της δημοκρατίας και μελλοντικά να δούμε επιλογές που θα παραπέμπουν σε πιο αυταρχικές λογικές. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να θεωρείται απίθανη αλλά απίθανη ήταν και η εκτίμηση ότι κάποιοι φανατικοί οπαδοί του Τράμπ θα έμπαιναν στο Καπιτώλιο. Με αυτή την έννοια η δημοκρατία του ενάμιση κόμματος ή του κολοβού δικομματισμού δεν είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα σε αυτή τη συγκυρία που πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας με τους ελάχιστους οικονομικούς και κοινωνικούς κραδασμούς.