Δημοσιονομικές γαλαντομίες και ατελείς δημοσιονομικοί θεσμοί

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 24-25 Σεπτεμβρίου 2022

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε στη ΔΕΘ παροχές ύψους 5,5 δις κηρύσσοντας ανεπίσημα την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Αυτές προστίθενται στις δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους 43,3 δις για την πανδημία την περίοδο 2020-2022. Επιπρόσθετα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υπόσχεται ότι όταν δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος – κυρίως από τα υπεραυξημένα έσοδα των έμμεσων φόρων λόγω πληθωρισμού – θα χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης. Το παράδοξο με την κυβέρνηση είναι που εγκαλεί αξιωματική και ελάσσονα αντιπολίτευση ότι με τις προτάσεις τους θέτουν σε διακινδύνευση τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας γιατί υπερβαίνουν τις δημοσιονομικές δυνατότητες της.

Αν κάτι πρέπει να συμπεράνουμε από την παράδοξη αυτή συζήτηση είναι ότι η ΝΔ δεν διδάχτηκε από την υπερδεκαετή κρίση του 2009 που προκάλεσε τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανατροπή μεταπολεμικά με αποτέλεσμα η χώρα ως προς το κατά κεφαλή ΑΕΠ να βρίσκεται σήμερα στη χειρότερη θέση της ευρωζώνης. Ένα από τα βασικά μαθήματα της κρίσης είναι οι συνέπειες των ατελών θεσμών που επιτρέπουν παρανοήσεις ως προς την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Στη δεκαετία 2010-2019 έγιναν πολλές θεσμικές αλλαγές για να διορθωθούν οι ατέλειες στους δημοσιονομικούς θεσμούς. Ενδεικτικά αναφέρω την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της ΕΛΣΤΑΤ, την κατάρτιση προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης, την υποχρέωση να κατατίθεται συμπληρωματικός προϋπολογισμός όταν λαμβάνουν χώρα δημοσιονομικές υπερβάσεις, τη δημιουργία του Δημοσιονομικού Συμβουλίου και του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής που σηματοδοτεί το δημοσιονομικό σχεδιασμό σε βάθος τριετίας.    

Ακόμη όμως και οι πιο καλά σχεδιασμένοι θεσμοί εξαρτώνται ως προς την αποτελεσματικότητα τους από τον ανθρώπινο παράγοντα. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση κατέθεσε το δεύτερο συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το 2022 αυξάνοντας τις δαπάνες κατά 2,9 δις ευρώ. Ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός δεν κατατέθηκε ως διακριτό νομοσχέδιο αλλά με το Άρθρο 123 σε νομοσχέδιο «σκούπα» του ΥΠΟΙΚΟ και τροπολογίες. Η επιλογή της συγκεκριμένης διαδικασίας για την ψήφιση του συμπληρωματικού προϋπολογισμού γίνεται συνειδητά ώστε να αποφευχθεί μια ουσιαστική συζήτηση για τη στόχευση των πρόσθετων δαπανών και την αποτελεσματικότητα τους.

Η αξιωματική αντιπολίτευση παρουσίασε στη ΔΕΘ τις προτάσεις της οι οποίες έχουν κόστος 9,35 δις. Συμπληρώνονται από προτάσεις για πρόσθετα φορολογικά έσοδα ύψους 3,75 δις. Έτσι, υποστηρίζει η τελική υπέρβαση δαπανών είναι 5,6 δις όσο και οι κυβερνητικές προτάσεις. Το πρόγραμμα αυτό θυμίζει σε πολλά το παλαιότερο της Θεσσαλονίκης. Την δε κοστολόγηση του την αμφισβητεί η κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ–Κίνημα Αλλαγής κατέθεσε τις δικές του προτάσεις που είναι πιο στοχευμένες και συγκρατημένες αλλά δεν δημοσιοποιήθηκε το συνολικό κόστος τους.

Η συζήτηση για τις παροχές της κυβέρνησης συνέπεσε με αύξηση στην απόδοση του 10ετους ομολόγου στο 4,6% πλησιάζοντας το κρίσιμο για τη βιωσιμότητα του χρέους όριο του 5%. Οι επενδυτές δεν έλαβαν υπόψη τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ για το νέο εργαλείο TPI και τις επανεπενδύσεις  ομολόγων του προγράμματος APP και PEPP. Δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη δημοσιονομική πολιτική της χώρας και στην ανθεκτικότητα της έναντι της ενεργειακής κρίσης του επερχόμενου χειμώνα.

Επιφυλακτική στάση τήρησαν και οι αξιολογικοί οίκοι Moody’s και DBRS. Δεν αναβάθμισαν το αξιόχρεο της Ελλάδας. Στους κινδύνους για την οικονομία αναφέρουν την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, την πιθανή ύφεση στην ευρωζώνη αλλά και τις πρόσθετες δαπάνες λόγω υψηλότερων από τις αναμενόμενες τιμές ενέργειας.  Η Moody’s χτύπησε ένα καμπανάκι λέγοντας ότι η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται και από τη στάση των εταίρων η δε πορεία της οικονομίας θα κριθεί από την υλοποίηση  κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.

Σε ένα τόσο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον με το χρέος κοντά στο 180% του ΑΕΠ η έμφαση στη δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να είναι στο ποιος προσφέρει περισσότερα αλλά που στοχεύει η κάθε παρέμβαση και ποια η δυνητική του αποτελεσματικότητα. Στη διάρκεια του πρώτου μνημονίου όταν η ΝΔ υποσχόταν ότι θα μηδενίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα σε ενάμιση χρόνο είχα προτείνει να καταθέτουν τα κόμματα τις δημοσιονομικές τους προτάσεις προς κοστολόγηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

Μετά την εμπειρία των τριών κρίσεων είναι ανάγκη να συμπληρώσουμε το θεσμικό πλαίσιο για τη δημοσιονομική πολιτική με την υποχρεωτική κατάθεση προς κοστολόγηση των κομματικών προγραμμάτων στο ΓΛΚ ή στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο ή στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Επιπρόσθετα, να αξιολογούνται αν συμβάλλουν στο διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας, στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση των ανισοτήτων. Τέλος, θα ήταν χρήσιμο να γίνεται από αυτούς του φορείς μια εκ των προτέρων αξιολόγηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών των δημόσιων δαπανών και των φόρων του Προϋπολογισμού και μια εκ των υστέρων αποτίμηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων ως προς την αποτελεσματικότητα τους. Αν υιοθετηθούν αυτές οι προτάσεις η χώρα θα κινδυνεύει λιγότερο να βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με τα δημοσιονομικά αδιέξοδα της περιόδου 2004-2009 που την οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και οι πολίτες θα γνωρίζουν όταν ψηφίζουν τι σημαίνουν οι προτάσεις των κομμάτων και ποιοι πραγματικά ωφελούνται από αυτές.