Αλλαγή δημοσιονομικών κανόνων ΕΕ: δυο βήματα εμπρός, ένα πίσω

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στα
ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 26-27 Νοεμβρίου 2022

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πρότασή της για αναθεώρηση των δυσλειτουργικών δημοσιονομικών κανόνων της Ένωσης. Το νέο στοιχείο της πρότασης είναι ότι επικεντρώνεται στην ανάλυση των κινδύνων που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η ΕΕ θα συζητά με τις χώρες τετραετή σχέδια με δημοσιονομικούς στόχους που θα διασφαλίζουν ότι οι χώρες υψηλού κινδύνου είναι σταθερά προσανατολισμένες στη μείωση του δημόσιου χρέους,, ώστε να είναι βιώσιμο ακόμη και σε κάποια δυσμενή σενάρια. Οι χώρες μπορούν να διαπραγματευτούν επέκταση των προγραμμάτων κατά τρία έτη υπό την προϋπόθεση ότι τα σχέδια θα συνοδεύονται από μεταρρυθμίσεις και επενδυτικούς στόχους. Οι κυβερνήσεις πέρα από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους ποσοτικούς δημοσιονομικούς στόχους θα καλούνται να εξηγήσουν πως θα πετύχουν τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Επιχειρησιακός δείκτης θα είναι οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων ώστε να ενισχυθεί ο αντικυκλικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής. Στη πρόταση διατηρούνται οι στόχοι για έλλειμμα και χρέος (3% και 60% του ΑΕΠ). Καταργείται όμως η υποχρέωση των χωρών να μειώνουν το χρέος σε ετήσια βάση κατά το 1/20 της απόστασης από το 60%. Η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος επεκτείνεται ώστε πέρα από τις αποκλίσεις από το στόχο του ελλείμματος 3% να περιλαμβάνει και αποκλίσεις από τον συμφωνημένο ρυθμό μείωσης του χρέους.
Η ΕΕ επιθυμεί να επιτευχθεί συμφωνία και να τεθούν σε λειτουργία οι νέοι κανόνες την 1η Ιανουαρίου 2024 μόλις λήξει η αναστολή των υφιστάμενων που ενεργοποιήθηκε το 2020 με την κρίση πανδημίας. Αν και όλοι οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν στην ανάγκη αναθεώρησης των κανόνων, η σύγκλιση αυτή δεν προδικάζει την επίτευξη συμφωνίας καθώς οι απόψεις των χωρών διαφέρουν.
Συγκρούσεις θα προκαλέσει η πρόταση να συζητά η ΕΕ με τις χώρες τα δημοσιονομικά τους σχέδια. Η ΕΕ επιχειρεί με τις απ’ ευθείας συζητήσεις να απαντήσει στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας των δημοσιονομικών προγραμμάτων μετά την αρνητική εμπειρία των μνημονίων όπου αντιμετωπίζονταν ως μέτρα που επιβλήθηκαν από τους δανειστές. Σε αυτό αντιτίθεται η Γερμανία που ζητά ενιαίους κανόνες για όλες τις χώρες. Αυτό που φοβίζει τη Γερμανία είναι η πολιτικοποίηση της διαδικασίας εποπτείας, η οποία δίνει στην ΕΕ καθοριστικές αρμοδιότητες χωρίς όμως να διαθέτει την πολιτική ισχύ για αποτελεσματική εποπτεία χωρών ως προς τη συμμόρφωση και επιβολή κυρώσεων όταν παρεκκλίνουν.
Κομβική είναι και η αντίληψη των αγορών για την αξιοπιστία της πρότασης και της αποτελεσματικότητας της Επιτροπής να την επιβάλει χωρίς πρόσθετες απειλές συμμόρφωσης όπως η σύνδεση με τη στάση της ΕΚΤ (για τα μέλη της Ευρωζώνης) έναντι χρεογράφων των χωρών που έχουν υψηλό χρέος αν δεν τηρούν τα συμφωνηθέντα. Μια τέτοια σύνδεση θα μπορούσε να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά αν εκληφθεί ως απειλή μειωμένης στήριξης από την ΕΚΤ αυξάνοντας τον κατακερματισμό στην ευρωζώνη.
Ένα άλλο ζήτημα που μπορεί να προκαλέσει αντιπαραθέσεις είναι ότι η χώρα δεσμεύεται σε χρονικό βάθος για τους δημοσιονομικούς στόχους. Η δέσμευση αυτή εγείρει ζητήματα δημοκρατίας. Η αντιπολίτευση σε περίπτωση εκλογικής νίκης δύσκολα θα εξασφαλίσει τη συναίνεση της ΕΕ για αναθεώρηση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Η μόνη της επιλογή η αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος για την επίτευξη τους.
Για την Ελλάδα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη η πρόταση της ΕΕ δεν δημιουργεί πρόσθετες δημοσιονομικές υποχρεώσεις πέρα από την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος του 2% σε βάθος δεκαετίας. Η χώρα πρέπει να θέσει επιτακτικά ζήτημα εξαίρεσης των αμυντικών και ενεργειακής ασφάλειας δαπανών ειδικά σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων.