Είμαστε μπροστά σε μια νέα τραπεζική κρίση;

Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) και της Signature Bank, η κατακόρυφη χρηματιστηριακή πτώση της Credit Suisse, η προσωρινή αναστολή διαπραγμάτευσης κάποιων τραπεζικών μετοχών ξύπνησε μνήμες από την κρίση του 2008. Είναι εύλογο το ερώτημα αν είμαστε στα πρόθυρα μιας στιγμής Lehman για την Ευρώπη όπως προβλέπει ο Ν. Ρουμπινί;

Η SVB κατέρρευσε γιατί, μεταξύ άλλων, απέτυχε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον επιτοκιακό κίνδυνο, σε ένα περιβάλλον όπου η FED αυξάνει συνεχώς τα επιτόκια από το Μάρτιο του 2022. Πολιτική που απομειώνει την αξία των ομολόγων που έχει η τράπεζα στο χαρτοφυλάκιο της αν χρειαστεί να τα ρευστοποιήσει. Η SVB βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απότομη μείωση των καταθέσεων καθώς οι πελάτες της – κυρίως νεοφυείς εταιρίες – μετά την αύξηση των επιτοκίων αντιμετώπισαν αυξημένο κόστος αναχρηματοδότησης από τη αγορά και κατέφυγαν στις καταθέσεις τους για να χρηματοδοτήσουν τρέχουσες δαπάνες. Όταν εκδηλώθηκε ο τραπεζικός πανικός γιατί οι πελάτες της φοβήθηκαν ότι θα χάσουν την πρόσβαση στις καταθέσεις τους η τράπεζα κατέρρευσε. Λόγω της φύσης των πελατών της περίπου το 90% από αυτούς είχαν μέση αξία κατάθεσης υψηλότερη από το θεσμοθετημένο ύψος εγγύησης των 250 χιλ. δολαρίων.

Η κυβέρνηση Biden έσπευσε να διασφαλίσει στο σύνολό τους τις καταθέσεις των τραπεζών που κατέρρευσαν, ακόμη και αυτές τις καταθέσεις που ήταν ανασφάλιστες. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένας έκτακτος μηχανισμός για να καλύψει τις ανάγκες σε ρευστότητα μικρών και μεσαίων τραπεζών για να αποτρέψει την εκδήλωση τραπεζικού πανικού και μαζικών αναλήψεων. Επιπρόσθετα, 11 μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ συμφώνησαν να καταθέσουν από κοινού 30 δισ. δολάρια στη First Republic Bank – τη 14η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ – σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την πτώχευση αυτής της τράπεζας, η οποία δέχτηκε πιέσεις μετά την κατάρρευση της SVB και της Signature Bank.

Η Credit Suisse έχει τεράστια προβλήματα σε ζητήματα κανονιστικής συμμόρφωσης καθώς εμπλέκεται σε σειρά σκανδάλων και ζημιογόνων επιλογών σε διαφορετικά σημεία παγκοσμίως που δραστηριοποιείται η τράπεζα ή με συνδεόμενες με αυτή χρηματοοικονομικές οντότητες. Αυτό κλόνισε την εμπιστοσύνη των καταθετών με αποτέλεσμα τη σταδιακή διαρροή καταθέσεων με τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ωστόσο να μένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο και την τράπεζα να έχει επαρκές απόθεμα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων.

H διοίκηση της τράπεζας ανέφερε ότι οι οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2021 και 2022 είχαν ουσιώδεις αδυναμίες στον εσωτερικό έλεγχο της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Όταν εκδηλώθηκαν οι πιέσεις στην μετοχή της τράπεζας ένας σημαντικός μέτοχος η Saudi National Bank ανακοίνωσε ότι για κανονιστικούς λόγους δεν μπορεί να αυξήσει τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας πάνω από το 9,9% που ήδη κατέχει. Η κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας έσπευσε να ανακοινώσει ότι θα χορηγήσει 50 δις Ελβετικά Φράγκα για να στηρίξει την Credit Suisse.

Η ΕΚΤ και το Eurogroup έσπευσαν να καθησυχάσουν τους ευρωπαίους πολίτες ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν κινδυνεύουν από την μετάδοση της κρίσης που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ ή την Ελβετία. Η κ. Λαγκάρντ δήλωσε ότι ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης είναι ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα. Η ΕΚΤ, συμπλήρωσε, είναι έτοιμη να παράσχει ρευστότητα στο χρηματοοικονομικό σύστημα αν χρειαστεί.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ είναι διαφορετικό από αυτό των ΗΠΑ. H κατάρρευση της 16ης μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ ήταν το αποτέλεσμα της απορρύθμισης που προώθησε η κυβέρνηση Trump το 2018 και απάλλαξε τις μικρού και μεσαίου μεγέθους τράπεζες από ρυθμίσεις του νόμου Dodd-Frank του 2010.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα ήταν ακόμη πιο προστατευμένες αν η ΕΕ είχε προχωρήσει στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Κεφαλαίων. Οι αντιδράσεις όμως των χωρών του Βορρά εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων.

Παρά τις διαβεβαιώσεις για τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι Έλληνες πολίτες εύλογα αναρωτιούνται αν βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας τραπεζικής κρίσης. Είναι ακόμη χαραγμένες στη μνήμη τους οι δηλώσεις για θωρακισμένη οικονομία και το πρόγραμμα των 28 δις ευρώ του 2008. Τρομάζουν στην ιδέα ότι μπορεί να ξαναζήσουν την εμπειρία του καλοκαιριού του 2015 με τα capital controls και τις αναλήψεις από τα ATMs των κλειστών τραπεζών.

Σε αυτό το αβέβαιο και ταραγμένο περιβάλλον, η ΕΚΤ στη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου αποφάσισε την αύξηση των τριών βασικών της επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης. Πρόταξε τη σταθερότητα των τιμών έναντι του κινδύνου μιας νέας κρίσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Προφανώς εκτιμήθηκε ότι η διασύνδεση των τραπεζών με το εθνικό δημόσιο χρέος δεν θα τις επηρεάσει σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, όπως συνέβη το 2011-2012.

Η κ. Λαγκάρντ στη συνέντευξη της δήλωσε: «παρακολουθούμε τις τρέχουσες πιέσεις στις αγορές και είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε με τον δέοντα τρόπο για να διατηρήσουμε τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην ευρωζώνη».

Εδώ όμως ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Η συνεχής και επιθετική αύξηση των επιτοκίων είναι ουδέτερη ως προς το στόχο της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας; Η εμπειρία λέει πως όχι.

Αν λοιπόν συνεχιστούν οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων και στις επόμενες συνεδριάσεις της ΕΚΤ σε μια στιγμή που οι χώρες της ευρωζώνης θα κληθούν από το 2024 να προχωρήσουν σε περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές με στόχο τη μείωση του χρέους τους, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να διαταραχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και ενδεχόμενα και ο στόχος της σταθερότητας των τιμών. Η δε πιθανότητα ύφεσης στην ευρωζώνη μεγαλώνει σημαντικά.

Στην Ελλάδα, που με μεγάλο κόστος κατάφερε να αντιμετωπίσει σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, αυξάνονται οι πιθανότητες δημιουργίας νέων επισφαλειών, λόγω αθέτησης πληρωμών. Πολλά νοικοκυριά μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπα (εκ νέου) με τον κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους. Ανάλογες εξελίξεις μπορεί να υπάρξουν και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Ήρθε λοιπόν η ώρα να ανοίξει η συζήτηση για την ανάγκη να διαβουλεύεται η ανεξάρτητη ΕΚΤ με τους λοιπούς Ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί τους πολίτες. Ανεξαρτησία δεν σημαίνει απουσία διαβούλευσης και συντονισμού με άλλες πολιτικές που έχουν προταχθεί ως προτεραιότητες στην ΕΕ. Πρέπει να ενισχυθούν τα αντίβαρα της ανεξαρτησίας: ευθύνη, διαφάνεια, αντανακλαστικότητα.

Ο οικονομολόγος Eric Monnet στο βιβλίο του «Κεντρικές Τράπεζες Κράτος Πρόνοιας και Δημοκρατία» (εκδόσεις Πόλις 2023) προτείνει τη συγκρότηση μιας Ευρωπαϊκής Πιστωτικής Επιτροπής. Η Επιτροπή αυτή, στελεχωμένη με οικονομολόγους (που μπορεί να προέρχονται και από την ΕΚΤ) θα συμβουλεύει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέματα νομισματικής πολιτικής και συντονισμού της με τη δημοσιονομική πολιτική. Με το τρόπο αυτό, η συζήτηση μεταξύ ΕΚΤ και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα γίνεται σε βάση ισότητας.

Ήρθε η ώρα να ξεκινήσει ένας διάλογος γύρω από τους στόχους της νομισματικής πολιτικής και τα μέσα που απαιτούνται για την επίτευξη αυτών των στόχων, αλλά και για τις συνέπειες της πολιτικής της ΕΚΤ στις άλλες πολιτικές της Ένωσης. Η έναρξη αυτής της διαβούλευσης δεν θα επηρεάσει την ανεξαρτησία της αλλά θα ισχυροποιήσει τη νομιμοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας στη συνείδηση των πολιτών και θα συνεισφέρει στην ενίσχυση του συντονισμού της νομισματικής με τη δημοσιονομική πολιτική. Θα μπορούσε να συμβάλει στην αναστροφή της ανόδου του ευρωσκεπτικισμού που καταγράφεται από το 2008 και μετά, εξαιτίας της λανθασμένης στάσης που τήρησε τότε η ΕΚΤ.

Το άρθρο αναρτήθηκε στο ιστολόγιο του Οικονομικού Ταχυδρόμου στις 18 Μαρτίου 2023