Πολιτικές για βιώσιμη ανάπτυξη και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης

Άρθρο που αναρτήθηκε στο ιστολόγιο ieidiseis στις 29 Δεκεμβρίου 2022

Η ελληνική οικονομία το 2022 έτρεξε γρηγορότερα από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης και κάλυψε τις απώλειες από τη βαθιά ύφεση του 2020.

Παρά την ταχεία ανάκαμψη της διετίας 2021-2022, το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας απέχει ακόμη από το προ κρίσης υψηλό του 2007-08 ενώ οι υπόλοιπες οικονομίες της ΕΕ συνέχισαν να αναπτύσσονται ξεπερνώντας μας κατά την προηγούμενη δεκαετία με το χάσμα από τις πιο ανεπτυγμένες να διογκώνεται διαρκώς ως αποτέλεσμα της πολύχρονης χρηματοοικονομικής κρίσης και των διαρθρωτικών προβλημάτων που την ανατροφοδότησαν.

Οι απώλειες αποτυπώνονται ακόμη πιο έντονα αν αξιολογηθεί η θέση της χώρας έναντι των υπολοίπων χωρών της ΕΕ βάσει του δείκτη κατά κεφαλήν εισοδήματος σε ισοτιμία αγοραστικής ισοδυναμίας. Η Ελλάδα το 2021 ήταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών αλλά και διεθνών οργανισμών η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2023 θα επιβραδυνθεί αλλά θα αποφύγει την ύφεση στην οποία θα βυθιστούν κάποιες οικονομίες της ευρωζώνης. Αυτή είναι μια θετική προοπτική δεδομένης της αβεβαιότητας στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, της επιθετικής επιτοκιακής πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ και της συνεχιζόμενης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ενθαρρυντική – από μια πρώτη ανάγνωση – είναι και η εικόνα από τη μάχη κατά της ανεργίας με την απασχόληση να έχει αυξηθεί ικανοποιητικά και την ανεργία να έχει μειωθεί στο 11,6%. Η αγορά εργασίας δείχνει ανθεκτική στην ενεργειακή κρίση και δεν έχει επηρεαστεί προς το παρόν από την πληθωριστική έκρηξη καθώς η ταχεία ανάκαμψη του τουρισμού και των υπηρεσιών άνοιξαν νέες θέσεις κυρίως σε τομείς έντασης εργασίας.

Τα ποιοτικά στοιχεία όμως της αγοράς εργασίας είναι λιγότερο ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι κυρίως στον τριτογενή τομέα και ειδικότερα στον κλάδο παροχής καταλύματος, στην εστίαση και στο εμπόριο. Κλάδοι με χαμηλή προστιθέμενη αξία, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλούς μισθούς.

Αντίθετα οι θέσεις εργασίας στο δευτερογενή τομέα είναι λιγότερες σε σχέση με την περίοδο πριν την χρηματοοικονομική κρίση. Η απομείωση των θέσεων απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα και η ενίσχυσή στους προαναφερθέντες κλάδους του τριτογενή τομέα εγείρει ζητήματα βιωσιμότητας της απασχόλησης, καθώς οι αμοιβές στους κλάδους αυτούς είναι χαμηλότερες και οι θέσεις εργασίας πιο επισφαλείς.

Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι κατά πολύ χαμηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Το ποσοστό των ανέργων που είναι μακροχρόνια άνεργοι στην Ελλάδα είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ, πίσω από το αντίστοιχο της Σλοβακίας. Παρά την υψηλή ανεργία πολλές θέσεις εργασίας μένουν κενές καθώς οι άνεργοι δεν διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες για τις θέσεις αυτές.

Απογοητευτική εν μέσω έκρηξης του πληθωρισμού είναι η εικόνα και στις αμοιβές των εργαζομένων οι οποίες παρέμειναν καθηλωμένες για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού εξαιτίας της ακρίβειας στην Ελλάδα ξεπερνούσε το 19% τον Σεπτέμβριο του 2022. Επίσης, το ύψος του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο εκείνου που θα μπορούσε να διασφαλίσει για τους εργαζομένους ένα εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Με αυτά τα δεδομένα και μετά από τρεις κρίσεις εντός της ίδιας δεκαετίας οι πολίτες εύλογα θέτουν το ερώτημα αν η χώρα κινείται σε μια πορεία που διασφαλίζει μεσοπρόθεσμα σταθερή βιώσιμη ανάπτυξη και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

Ως προς το ερώτημα της βιώσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα οι εκτιμήσεις είναι μετέωρες όσο η οικονομική πολιτική εξακολουθεί να προσανατολίζεται σε λογικές του παρελθόντος που μας οδήγησαν στα δίδυμα ελλείμματα και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Παρά την βελτίωση της εικόνας στο μέτωπο των εξαγωγών αγαθών η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται υπερβολικά από τις αντίστοιχες εισαγωγές αφαιρώντας δυναμική από την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εξαρτώνται υπερβολικά από τον τουρισμό.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξάνεται συνεχώς τις τρεις τελευταίες χρονιές και κινείται σε επίπεδα πάνω από το 5% του ΑΕΠ και ίσως να προσεγγίσει ή να ξεπεράσει το 7% συνολικά το 2022.

Προβληματική είναι και η εικόνα στο μέτωπο των επενδύσεων την ώρα που η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό από το 2010 και μετά. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στο 12,5% του ΑΕΠ έναντι 22% που είναι ο μέσος όρος την ΕΕ. Παρά την αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων αυτές κατευθύνονται κυρίως στη διαχείριση ακινήτων και στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες. Όχι δηλαδή σε επενδύσεις που αυξάνουν την δυναμική της οικονομίας ή σε επενδύσεις σε υποδομές.

Η μεγέθυνση του ΑΕΠ εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση η οποία όμως επηρεάζεται αρνητικά από τον πληθωρισμό και την επιθετική επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ. Για να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτούνται πρωτοβουλίες στην οικονομική πολιτική.

Απαιτούνται θετικές μεταρρυθμίσεις ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης της οικονομίας να γίνει πιο πράσινη, πιο ψηφιακή και πιο συνεκτική.

Είναι αναγκαία η αναθεώρηση του εθνικού σχεδίου ώστε οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να κατευθυνθούν προς επενδυτικά προγράμματα που διασφαλίζουν την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου, την ενεργειακή και διατροφική ασφάλεια και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας.

Απαιτείται προτεραιοποίηση στις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο με έμφαση τις δεξιότητες. Στήριξη του κοινωνικού κράτους. Παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας. Παροχή υπηρεσιών που διευκολύνουν την ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Αναδιανομή βαρών με ελάφρυνση της φορολογίας εισοδήματος από την εργασία και πέρασμα του βάρους στην φορολογία εισοδήματος από το κεφάλαιο και πλούτου. Ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ώστε το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων να προσεγγίσει το στόχο του 80% που έχει τεθεί με ευρωπαϊκή οδηγία.

Αυτές είναι οι αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες για να αποκτήσουμε μια οικονομία πιο ανθεκτική, πιο δυναμική πιο συνεκτική που θα δημιουργεί αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας με μισθούς που θα διασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.